Τσακωνόμουν ωραία και καλά ένα κυριακάτικο βράδυ με τον αδερφό μου και όταν, επιτέλους, έπεσα για ύπνο μουτρωμένη, ανακάλυψα πως κάποιος σουλατσάριζε στο δωμάτιό μας, η πόρτα δεν άνοιγε, το φως δεν άναβε και ένα άγνωστο αγόρι μάς ανακοίνωσε στα σκοτεινά πως ήρθε για να γίνουμε αδέρφια και να μας πάρει μαζί του σε μυστικές πολιτείες! Εμένα και το βάσανό μου....
– Ξέρεις γιατί είναι τόσο μεγάλοι και φουσκωτοί οι δράκοι μας, Οφηλία; Γιατί είναι γεμάτοι λόγια που δεν ειπώθηκαν, φωνές που δεν βγάλαμε όταν πονέσαμε...