Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
Όπως πάντα, βρέθηκε στο νησί της. Όλα όσα έβλεπε, άκουγε, ένιωθε, όλα όσα τον προβλημάτιζαν και συζητούσε με τους συνοδοιπόρους του ήταν ενδιαφέροντα, καλά και αγαθά, αλλά έμεναν μακριά του. Μόνο ένα πρόσωπο, ένα χαμόγελο, ένα κορμί μιλούσε στην ψυχή του. Συγκέντρωσε τη σκέψη του σε εκείνη και ξαφνικά ένιωσε μιαν απερίγραπτη ερωτική γλύκα να κατεβαίνει από το πίσω μέρος του κεφαλιού του και να κατακλύζει το σώμα του, ως τα ακρόνυχα. Ψιθύρισε το όνομά της και παράτεινε, για λίγα πανάκριβα δευτερόλεπτα, την αίσθηση του παραδείσου. Ο Βενετσάνος τον επανέφερε στην πραγματικότητα, θέλοντας να σχολιάσει την κίνηση των μοναχών, όταν, κατά ιεραρχική τάξη, προσκυνούσαν τις εικόνες. Πρόσεξε ότι οι άλλοι δύο συνοδοιπόροι είχαν αποχωρήσει, προφανώς για τα κρεβάτια τους. Ο Κίμωνας βγήκε κι αυτός από το καθολικό, στον παγωμένο αέρα της αυλής. Αναζήτησε μιαν απάνεμη γωνιά και άναψε τσιγάρο. Τι έγινε; άκουσε δίπλα του τον Βενετσάνο. Πού ταξίδευες, εντός του ναού, αντί να προσεύχεσαι;