Στο βιβλίο αυτό, ο καθηγητής Κλήμης ονειρεύεται ένα καλύτερο σχολείο για τους μαθητές... Ένα σχολείο της ελευθερίας και της αληθινής γνώσης, όπου θα πρωταγωνιστούν όχι η αυστηρότητα και ο φόβος αλλά η αγάπη, η καταδεκτικότητα και η ταπεινοφροσύνη του δασκάλου. Ένα σχολείο στο οποίο ο μηχανικός, ο αντιγραμμένος λόγος, αυτός ο εφιαλτικός λόγος της αποστήθισης, θα έχει παραχωρήσει τη θέση του στον ζωντανό λόγο, καρπό της εξόριστης εδώ και χρόνια μητρικής γλώσσας. Δύσκολο αλήθεια να πιστέψει κανείς ότι μπορεί να υπάρξει ένα τέτοιο σχολείο στους κόλπους μιας κοινωνίας σαν τη δική μας, στην οποία κυριαρχούν με απόλυτο τρόπο ο ανταγωνισμός, το πάθος της επιτυχίας και η τυραννία του ορθολογισμού. Ωστόσο, και σε πείσμα όλων αυτών, ο καθηγητής Κλήμης παραμένει αισιόδοξος, γιατί πιστεύει πως το σχολείο είναι το δεύτερο σπίτι των μαθητών και ότι σ’ αυτό έχουν το δικαίωμα οι μαθητές να μαθαίνουν αγαπώντας τη γνώση, χωρίς να φοβούνται. Ο αναγνώστης ίσως θεωρήσει ότι αυτή η αισιοδοξία ανήκει στη σφαίρα της ουτοπίας. Διαβάζοντας όμως το βιβλίο, γρήγορα θα καταλάβει ότι "η ουτοπία είναι η πραγματικότητα που ξεπροβάλλει στο φως του ήλιου".