Στην ποιητική αυτή συλλογή του Γιώργου Μοράρη, από την πρώτη κιόλας σελίδα, τα τέρατα κινούνται με όρους αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. H Ερινύα για λόγους εύγλωττους είναι το μόνο τέρας που δεν φορά καλύπτρα. Στις επόμενες σελίδες παρελαύνουν δανεισμένα ομοιώματα από όλες τις εποχές. Το κράνος του ιππέα είναι μια σφραγισμένη μάσκα, όπως του μεσαιωνικού σιδερόφρακτου ιππότη. Στην κορυφή της πυραμίδας ο θάνατος μεταμφιέζεται στη ρωμαϊκή αρένα. Ακολουθούν στους νεότερους χρόνους τα προσωπεία του έρωτα φασματικά και απροσδιόριστα. Μέχρι που ανασύρεται η γαμήλια καλύπτρα. Γιατί η μάσκα; Επειδή σε εποχές παρακμής όπως η δική μας, που τη διακρίνει η κρίση της ταυτότητας και οι ρόλοι είναι προσχεδιασμένοι, η μάσκα ζει και βασιλεύει. Το όλο εγχείρημα αποσκοπεί να αποκαλυφθεί η μύχια ζωή του προσωπείου. Στο Ποίημα-πορτρέτο φωλιάζει το κομμένο κεφάλι του ληστή Νταβέλη, ζωγραφισμένο από τον Γύζη, και της Μέδουσας του Καραβάτζιο. Τον Γιώργο Μοράρη τον ενδιαφέρουν έργα τέχνης που διαθέτουν εξαιρετική αντοχή στον χρόνο. Η ουσιαστική δύναμη της λέξης αναζητεί μια χάλκινη πανοπλία που βρέθηκε στα χώματα της Κύπρου, παίρνει υπόσταση στην αγιογραφία του Παντοκράτορα στο Δαφνί, η οποία μνημειώνεται άθικτη από την αρπακτικότητα του αδηφάγου χρόνου. Η ποίησή του, ενώ είναι ελάχιστα υλική, βρίσκεται κοντά στη χαμένη ύλη των μνημείων και, ενώ είναι σε απόσταση από τον κόσμο, αγαπά αντικείμενα που επειδή τον ανυψώνουν είναι ιδιαίτερα εγκόσμια.