Ο Αστυνόμος Απτόσογλου μετρά τις συνέπειες από μια υπόθεση που τον παρέσυρε πολύ πιο μακριά από τα όρια του καθήκοντος. Η υπηρεσιακή συνήθεια που υπόσχεται η επιστροφή του στη Θεσσαλονίκη, μαζί με την ομίχλη στις οικείες διαδρομές της γενέθλιας πόλης, μοιάζουν με τις ιδανικές συνθήκες για να διαχειριστεί τις εσωτερικές αντιφάσεις που τον βασανίζουν. Μια καταγγελία ρουτίνας, όμως, για οικογενειακή βία, θα εξελιχθεί στη νέα δίνη που απειλεί να τον καταπιεί. Στο χείλος της περιστρέφονται βασανισμένα σώματα, αδίστακτα επιφανή και αφανή πρόσωπα που τα πουλάνε, τα αγοράζουν και τα νοικιάζουν, μαριονέτες και πρωταγωνιστές του οργανωμένου εγκλήματος, της πολιτικής, της δημοσιογραφίας, του νόμου. Ο Αστυνόμος Απτόσογλου ξετυλίγει το νήμα που συνδέει τις θανατηφόρες φλόγες του Τσέρνομπιλ με σκοτεινά σπίτια στον λαβύρινθο της Κωνσταντινούπολης και με εγκαταλειμμένα βαγόνια πίσω από τον Σταθμό της Θεσσαλονίκης, δυσκολεύεται να διακρίνει σωστά εχθρούς από συμμάχους και, ραγισμένος ο ίδιος, επιχειρεί να τα βάλει με ένα κύκλωμα που ξέρει καλά να σπάζει τις ανθρώπινες ψυχές για πάντα. Τα απογεύματα του φθινοπώρου στην Άνω Πόλη είναι σύντομα. Δυο στάλες ώχρας, λίγο ροζ, ίσως και λίγο κόκκινο, μια δυο δόσεις μοβ και μετά σκοτάδι. Φωνές από τη γειτονιά, μια μητέρα καλεί τα παιδιά της να επιστρέψουν γιατί σκοτεινιάζει, δυο άντρες μιλούν στα κινητά τους, ένας βήχει στην ανηφόρα και αναθεματίζει το τσιγάρο, κάποιος τρέχει για να κρατηθεί σε φόρμα, κάθε σημείο των δρόμων είναι γεμάτο παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Αυτό ήταν. Σκοτείνιασε. Ησυχία. Κανείς δεν κινείται στους δρόμους. Δεν είναι εύκολος τόπος για νυχτερινούς περιπάτους.