Προδιαγραφές προϊόντων
Ημερομηνία Έκδοσης | 10/2008 |
Σελίδες | 310 |
Διαστάσεις | 24χ17 |
ISBN13 | 978-960-333-537-5 |
Σίγουρα, µε το βιβλίο του κύριου Στυλιανίδη συµπληρώνεται ένα µεγάλο κενό στην, οµολογουµένως φτωχή ακόµα, ελληνική βιβλιογραφία στον επιστηµονικό αυτό χώρο που τώρα αναπτύσσεται στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Πρόκειται για την πρώτη ερευνητική προσπάθεια που αξιοποιεί την τεχνική Delphi στον κυπριακό αλλά και ελλαδικό χώρο. Επιπρόσθετα, η αξιοποίηση της τεχνικής αυτής γίνεται µέσα από µια κριτική προσέγγιση που επι-τρέπει να διερευνηθούν σε βάθος τόσο οι τυχόν δυνατότητες που η τεχνική παρουσιάζει όσο και οι αδυναµίες που τη συνοδεύουν. Η σηµασία µιας τέτοιας προσέγγισης βρίσκεται ακριβώς στην προσδοκία ότι η πληροφόρηση που προκύπτει από τέτοιες επιστηµονικές προσεγγίσεις συµβάλλει καθοριστικά στην περαιτέρω βελτίωση της συγκεκριµένης τεχνικής διεθνώς, αλλά και στη δηµιουργία της αναγκαίας εκείνης εµπειρίας και τεχνογνωσίας όσον αφορά τη χρήση της, ώστε να διευκο-λύνεται και να ενθαρρύνεται η ανάληψη παρόµοιων προσπαθειών στο µέλλον. Παράλληλα, µέσα από το βιβλίο αυτό φαίνεται πώς µπορούν να αξιοποιούνται συστηµατικά οι γνώσεις και η εµπειρία αρκετών ειδικών, υψηλά ιστάµενων στην ιεραρχία των εκπαιδευτικών συστηµάτων, πανεπιστηµιακών, εκπαιδευτικών αλλά και φορέων της κοινωνίας, ώστε να µπορεί να προβλεφθεί η µελλοντική πορεία και εξέλιξη των διαφόρων εκπαιδευτικών συστηµάτων όχι µόνο της Κύπρου και της Ελλάδας, αλλά και διεθνώς. Καλύπτεται έτσι ένα µεγάλο κενό στον τοµέα της στρατηγικής πρόγνωσης του µέλλοντος των σχολείων. Μέσα από την όλη ερευνητική προσπάθεια που περιγράφεται στο βιβλίο γίνεται κατορθωτή η δηµιουργία µιας δεξαµενής σκέψεων και ιδεών για τη µελλοντική πορεία και εξέλιξη του κυπριακού και ελλαδικού σχολείου. Η δεξαµενή αυτή των ιδεών περιλαµβάνει συγκεκριµένες στρατηγικές προληπτικής αντιµετώπισης του µέλλοντος, πιθανά µελλοντικά προβλήµατα και πιθανές αλλαγές και εξελίξεις στα σχολεία µέχρι το έτος 2020. Οι ιδέες αυτές, καθώς και τα αποτελέσµατα των σχετικών κρίσεων στις οποίες έχουν προβεί οι συµµετέχοντες µπορούν να αξιο-ποιηθούν τόσο για σκοπούς στρατηγικού σχεδιασµού και ανάπτυξης της εκπαίδευσης σε βάθος χρόνου όσο και για σκοπούς διαµόρφωσης εκπαιδευτικής πολιτικής σε συγκεκριµένα ζητήµατα. Ιδιαίτερα σηµαντικό είναι το µοντέλο στρατηγικής πρόγνωσης στο οποίο καταλήγει η έρευνα που παρουσιάζεται στο βιβλίο αυτό, το οποίο έχει ως βασικούς άξονες τη στοχαστική πρόγνωση, την εκτίµηση του βαθµού επιθυµίας και του βαθµού πιθανότητας να πραγµατοποιηθεί κάθε πρόγνωση, την επισήµανση του χάσµατος ή της απόκλισης που υπάρχει και τη συγκεκριµενοποίηση των αναγκών και των προτεραιοτήτων για προληπτική δράση. Η επισήµανση των αναγκών αυτών διευκολύνει τη διαδικασία του στρατηγικού σχεδιασµού, ώστε να επικεντρωθεί στις ανάγκες που έχουν προκύψει, να ιεραρχήσει ανάλογα τις προτεραιότητες δράσης, να αναπτύξει συγκεκριµένα σχέδια δράσης και να διασφαλίσει τελικά ότι το επιθυµητό και ευκταίο θα καταστεί στον ίδιο βαθµό και πραγµατοποιήσιµο. Το συγκεκριµένο µοντέλο στρατηγικής πρόγνωσης που έχει αναπτυχθεί, µπορεί να εµπλουτίσει σηµαντικά τις εισροές και κατ’ επέκταση τις διαθέσιµες επιλογές στην όλη διαδικασία του στρατηγικού σχεδιασµού της εκπαίδευσης, υποβοηθώντας έτσι την ορθολογική ανάπτυξη και διαχείριση του µέλλοντος του Ευρωπαϊκού σχολείου.