Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
«Ο Ευσχημονίδης, παιδί Κωνσταντινουπολίτη βιομήχανου, δεν είχε καλά-καλά προλάβει να αναλάβει το εργοστάσιο υφασμάτων, όταν άρχισαν οι απελάσεις του ’64, με σαμποτάζ κι οργανωμένες ομάδες να εμποδίζουν τους εργάτες να δουλέψουν στου Ρωμιού. Ένα απόγευμα μετά το τένις, τον ειδοποίησαν ότι χάθηκε η περιουσία του. Ζήτησε από τον οδηγό του να τον αφήσει στο αεροδρόμιο, και λίγες ώρες αργότερα προσγειώθηκε στο Ελληνικό στα λευκά, σορτσάκι, μπλούζα, κάλτσες και αθλητικά παπούτσια, και μόνη αποσκευή μια ξύλινη ρακέτα Dunlop. Χωρίς δραχμές, με λίγες τούρκικες λίρες, έφτασε στους συγγενείς του στο Φάληρο, στην καρότσα τρίκυκλου.» Σ’ ένα από τα τελευταία δρομολόγια του πλοίου από τη νότια Αφρική προς το νησί της Αγίας Ελένης, τόπο εξορίας του Ναπολέοντα, ο «Ναύαρχος» Αντώνης Μάρκελλος, χρεοκοπημένος το 2017 τσιμεντοβιομήχανος, αφηγείται τις ιστορίες ανθρώπων που συνδέθηκαν με τις τύχες της ναυαγισμένης πια εταιρείας του. Τις πέντε μέρες του ταξιδιού, ταυτίζει με παιγνιώδη διάθεση πολλούς από τους τωρινούς συνεπιβάτες του με πρόσωπα του παρελθόντος του και εξιστορεί βίους με ειρωνικό τέλος. Στόχος του, να καταγραφεί το χρονικό της εταιρείας με πρότυπο ένα αρχαίο κινέζικο αντίστοιχο, όπου αυτοτελείς μικροπλοκές δίνουν αποφθεγματικά ένα πανόραμα κατασταλαγμένης σοφίας. Οι προσωπικές ιστορίες ανόδου και πτώσης των ανθρώπων γύρω από μια κορυφαία ελληνική βιομηχανία απηχούν απολαυστικά τη μεγάλη ιστορία του κλυδωνισμού της οικονομίας, της πολιτικής και της χώρας τα τελευταία εκατό χρόνια.