Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
"Που λέτε, ονειρεύομαι τρένα. Τρένα που εκτροχιάζονται. Πριν πέσουν, τραμπαλίζονται. Σπάνε τις ράγες. Βγάζουν σπίθες. Και μετά έρχεται εκείνος ο ήχος πριν απ το οριστικό σταμάτημα, ο στριγκός. Που σε πονάει στα δόντια. Που σ’ ανατριχιάζει. Όπως η φαλτσέτα όταν περνάει απ τη ζώνη του λαιμού, και το κεφάλι αναριγεί, οι ώμοι αναριγούν, και δεν έχει σημασία αν είναι ο Μπίτσο Σόουσα ή ο γερο-Μπέρμαν, οι ώμοι τραντάζονται σαν τα βαγόνια ενός τρένου που εκτροχιάζεται. Μετά μένει στο σβέρκο μια κάψα. Και το γαργάλημα της βούρτσας με το ταλκ γύρω απ’ το λαιμό. Και μια αδιατάραχτη γαλήνη". Το εργοστάσιο της Glaxo στην επαρχία του Μπουένος Άιρες. Ο οικισμός που γίνεται χωριό και παίρνει τα’ όνομά του από την πολυεθνική. Τρεις φίλοι που ανδρώνονται μαζί του. Η ωραία γυναίκα που δεσπόζει στα όνειρά τους. Το πάθος που εκτροχιάζεται σε φόνο. Το τελευταίο τρένο που έρχεται διαρκώς απ’ το Γκαν Χιλ με την έγχρωμη εκδίκηση του Κερκ Ντάγκλας και τη σκοτεινή προδοσία μιας φιλίας. Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, που έρχεται να εμπλουτίσει την ήδη εντυπωσιακή νεότατη λογοτεχνική παραγωγή της Λατινικής Αμερικής.