Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
"Πέρασα όλη τη ζωή μου κλειδωμένη εδώ μέσα" ψιθύρισε στο πουλί. "Με κρατούν για τα ωραία μου χρώματα και το τραγούδι μου, και μια μέρα η νιότη μου θα χαθεί και θα φύγει, σαν ένα λουλούδι ανάμεσα στις σελίδες κάποιου βιβλίου. Αλλά θα βρω τρόπο να ελευθερωθώ". Πράγματι, μόνο ένας τρόπος υπήρχε να ελευθερωθεί. Κι αυτός ήταν ακόμη στη Ρόδο, όπου έλεγαν πως έχτιζε ένα φρούριο στη Φιλέρημο. Ήταν ο αφέντης της, όμως δεν τον είχε δει ποτέ, κι είχαν ήδη περάσει δυο εποχές μέσα σ εκείνη τη σκοτεινή κι όμορφη φυλακή. Έλεγαν πως δεν κοίταζε καμιά άλλη γυναίκα, παρά την Γκιουλμπάχαρ τη Μαυροβούνια, που την έλεγαν και Ρόδο της Άνοιξης. Αγνοούσε τις υπόλοιπες παλλακίδες του που έφταναν τις τριακόσιες κι ήταν οι πιο όμορφες γυναίκες της Αυτοκρατορίας τους, η οποία εκτεινόταν από τη Βαβυλώνα ως το Βελιγράδι. Κι όμως υπήρχε τρόπος. Ούτε αυτή επρόκειτο να περιμένει για κάποιο θαύμα που θα την έφερνε στο κρεβάτι του. Θα ξυπνούσε τον ίδιο το Διάβολο και θ άναβε όλες τις φωτιές της Κόλασης προκειμένου να διώξει τη Μαυροβούνια και να ελευθερωθεί η ίδια. Πολύ γρήγορα θα μετάνιωναν που είχαν βάλει αυτή την αγριόγατα μέσα στο κλουβί με τα πουλιά. Αυτή όμως θα περίμενε.