1537. Την ηµέρα που ο Χαΐρεντίν Μπαρµπαρόσα και οι πειρατές του σκορπούν τον θάνατο στους κατοίκους της Παλαιοχώρας των Κυθήρων, κανείς δεν αντιλαµβάνεται τη φονική επίθεση ενός άντρα στην έγκυο ερωµένη του. Ένα ξιφίδιο που κάποτε κράτησαν µεγάλοι πολέµαρχοι και βασιλιάδες καρφώνεται στα σπλάχνα της, ανοίγοντας έναν ατέλειωτο αιµατηρό κύκλο µέσα στους αιώνες.
2020. Δύο από τους κορυφαίους κυνηγούς θησαυρών στον κόσµο, ο Ραούλ και η Σιένα, οι επονοµαζόµενοι Λύκος και Σελήνη, προσλαµβάνονται από δύο διαφορετικούς συλλέκτες έργων τέχνης για να βρουν το φονικό ξίφος. Καθώς ξεχύνονται στο κυνήγι του, αποκαλύπτεται η ιστορία του και η βαριά κατάρα που κουβαλάει. Κι ενώ η ανεύρεσή του µοιάζει άλυτος γρίφος, µια απροσδόκητη φωνή από το παρελθόν γίνεται κλειδί στα χέρια της Σιένα, οδηγώντας τον Ραούλ στον µονόδροµο της συµµαχίας µαζί της. Σε µια περιπέτεια που κόβει την ανάσα, από την Ελλάδα στην Ιταλία και πάλι πίσω, οι δυο ήρωες από κυνηγοί γίνονται κυνηγηµένοι. Mε τον θάνατο να καραδοκεί σε κάθε τους βήµα, το πάθος που γεννιέται ανάµεσά τους γίνεται πότε τροχοπέδη και πότε φωτεινός φάρος στον δρόµο τους. Κι όσο βυθίζονται στη δίνη αυτής της αναζήτησης, φαντάζει όλο και πιο ακατόρθωτο για τη Σελήνη να απλώσει γαλήνια το φως στον ουρανό της και για τον Λύκο να κάνει τραγούδι το ουρλιαχτό του.
Έβγαλε το πιστόλι της και έσυρε την κάννη του, θαρρείς ηδονικά, στο πλαϊνό µέρος του λαιµού της.
Κοίταξε το σκίτσο ξανά. Ένα µιζερικόρντε. Ένα ξιφίδιο που µέσα από τον θάνατο χάριζε το έλεος
― εξού και το όνοµά του. Morte και amore ― θάνατος και έρωτας, έφερε στο µυαλό της τις λέξεις που δέσποζαν στο σύντοµο εκείνο σηµείωµα. Έκανε µια ειρωνική γκριµάτσα. Δυο λέξεις συνώνυµες στο δικό της µυαλό. Και δεν χωρούσε έλεος σε καµία.