Η συλλογή του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης είναι η καρδιά του Μουσείου κι η ίδια η ιστορία του. Το Μουσείο ιδρύθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ως αποτέλεσμα μιας συνολικής συνείδησης και προσπάθειας που κατέβαλε μια μικρή ομάδα ανθρώπων με την υποστήριξη του Αλέξανδρου Ιόλα. Η ομάδα αυτή συγκέντρωσε ένα σύνολο έργων συγχρόνων δημιουργών, Ελλήνων και ξένων, με την πρόθεση να καλύψει ένα ουσιαστικό κενό που άφηναν οι υπόλοιποι καλλιτεχνικοί θεσμοί στην Ελλάδα. Η έλλειψη ενός μουσείου μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα με διεθνείς προοπτικές και προδιαγραφές ήταν αισθητή. Η καλλιτεχνική δημιουργία όπως εμφανιζόταν στη συλλογή και τους προβληματισμούς της Πινακοθήκης τα χρόνια εκείνα ήταν ελληνοκεντρική κι αποκομμένη από κάθε ευρωπαϊκή διάσταση. Η σχέση με τα καινούργια ρεύματα της τέχνης και τους καλλιτέχνες της διασποράς αποτελούσε ταμπού, σε μια εποχή όπου η ευρωπαϊκή και διεθνής διάσταση της ευρύτερης εικαστικής σκηνής στην Ελλάδα είχε ουσιαστικά αποκατασταθεί επαγγελματικά και ιδεολογικά. Οι καλλιτέχνες της διασποράς είχαν αρχίσει να επιστρέφουν ή τουλάχιστον να παίζουν ξανά ένα βασικό ρόλο στην καλλιτεχνική ζωή της Ελλάδας κι οι νεότεροι καλλιτέχνες να εξασφαλίζουν όλο και περισσότερους δεσμούς με την διεθνή εικαστική κοινότητα κι ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Μ αυτό λοιπόν τον τρόπο, το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στάθηκε η πρώτη συλλογική ανανεωτική προσπάθεια και συμβολή στην αναθεώρηση της πολιτισμικής και καλλιτεχνικής σύγχρονης ιστορίας. Η συλλογή δημιουργήθηκε ως βάση μιας τέτοιας ανάγνωσης και προοπτικής. Ο Ιόλας δώρισε μια σειρά από έργα που επικεντρώνουν σε πρώτο πλάνο στις σχέσεις της γενιάς του εξήντα με τη Γαλλία (Τίνγκελι, Ντε Σαν Φαλ, Μαρσιάλ Ρέυς, Ζαν Πιερ Ρενώ κ.ά.) και την Ιταλία (Πασκάλι, Ματιάτσι). Στη δωρεά του Ιόλα προστέθηκαν κι άλλες δωρεές από καλλιτέχνες και φιλότεχνους που συνέστησαν και την ιδρυτική ομάδα του Μουσείου. Μέσα από αυτή την προοπτική οι Έλληνες καλλιτέχνες που σφραγίζουν αυτό το πέρασμα (Τάκης, Ζογγολόπουλο, Παύλος, Τσόκλης, Ακριθάκης, Μπουτέας, Αληθεινός, Τζίβελος, Λαζόγκας, Φιλόλαος κ.ά.) θα βρουν τη θέση τους και ο ρόλος που έπαιξαν διεθνώς θα καταγραφεί για πρώτη φορά συστηματικά και θα γίνει αντιληπτός. Η πολιτική του Μουσείου συγκλίνει και με τον προγραμματισμό των πρώτων μεγάλων αναδρομικών εκθέσεων στην Ελλάδα, που θα παρουσιάσουν σε βάθος και συνολικά το έργο των περισσότερων καλλιτεχνών αυτής της γενιάς του 1960 και 1970 (Κεσσανλής, Κανιάρης, Δανιήλ, Αντωνάκος, Χρύσα, Περδικίδης, Κουλεντιανός, Λουκόπουλος, Κατζουράκης, κ.ά.). Το Μουσείο, σε συνεργασία με τους καλλιτέχνες τους ίδιους και πολλούς φιλότεχνους, θα εμπλουτίσουν τις δωρεές αυτές και θα δημιουργήσουν ενδιαφέροντα κι αντιπροσωπευτικά σύνολα από έργα σύγχρονης φωτογραφίας και χαρακτικής, καθώς και νεότερες τάσεις. Η προσπάθεια μιας συστηματικής καταγραφής της σύγχρονης τέχνης και των νεωτερικών τάσεων θα ενθαρρύνει δωρεές εξαιρετικών συνόλων όπως του Αχιλλέα Απέργη, που θα δωρίσει ο γιος του. Από τα μέσα της δεκαετίας 1990 μέχρι την εγκαινίαση του νέου κτιρίου το 2001, νέες δωρεές ανοίγουν καινούργιες προοπτικές, συγκεντρώνοντας σημαντικά δείγματα της καλλιτεχνικής ζωής της Θεσσαλονίκης και του δυναμικού ρόλου που έχει παίξει στη σύγχρονη τέχνη όλου του εικοστού αιώνα. Στις προσπάθειες αυτές, ο σημαντικός τεχνοκριτικός Αλέξανδρος Ξύδης θα δωρίσει την προσωπική του συλλογή, διευρύνοντας τον ορίζοντα όπου άλλοτε συναντώνται κι άλλοτε διαχωρίζονται ο μοντερνισμός και η ελληνικότητα. Από τη στιγμή αυτή η συλλογή του Μουσείου έρχεται αντιμέτωπη με πολλές σημαντικές στιγμές της σύγχρονης ιστορίας, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη διεθνή πραγματικότητα. Μέχρι σήμερα έχουν παρουσιαστεί συστηματικά σημαντικές εκθέσεις διεθνούς επιρροής και λίγα είναι τα έργα που μπόρεσαν να βρουν τη θέση τους μέσα από τη συλλογή. Η διεθνής διάσταση των συλλογών σε συνέχεια της προσπάθειας που ξεκίνησε με τη δωρεά του Ιόλα έχει αρχίσει να εμπλουτίζεται με κάποια σημαντικά έργα (Ύκερ, Ζίτκο, Μίντεντορφ, Αρμάν, Ντεφραουί, Μπερτολό, Χέβερ, Σις, Φρανσουά, Ντάραμ, κ.ά.) δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην ευρωπαϊκή διάσταση της συλλογής και στην προσωπική παρουσία των καλλιτεχνών και του έργου τους στην Ελλάδα. Οι προοπτικές στο μέλλον τείνουν να επικεντρωθούν σε μια πιο ορθολογιστική αξιοποίηση των συλλογών μέσα από μεγαλύτερα ανοίγματα προς τον ευρωπαϊκό χώρο με συνεργασίες, παραγωγές και συμπαραγωγές έργων και εκθέσεων. Το Μουσείο στοχεύει στην προοπική για την οποία θεμελιώθηκε και που συνίσταται στη συνάντηση ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, σε μια δυναμική παρουσία στο παρόν της τέχνης, στην ανανέωση της ευαισθησίας, στη διάδοση των νέων τάσεων και ιδεών και την υποστήριξη του ρόλου των καλλιτεχνών μέσα στην κοινωνία. Με την αξιοποίηση της συλλογής του και της ιστορίας του σκοπεύει να συνεχίσει τη μαχητική και θεληματική δράση, που χαρακτηρίζει τη θέση του στην ελληνική κοινωνία και στην πολιτισμική και παιδαγωγική πραγματικότητα της Θεσσαλονίκης, της Ελλάδος, των Βαλκανικών χωρών και της Ευρώπης. Ντένης Ζαχαρόπουλος