Τελικά πάντα μου άρεσαν οι «δαντέλες» στις ιστορίες, σαν κι αυτές που έβαζα την γιαγιά μου να μου λέει τα βράδια του Χειμώνα δίπλα στο τζάκι και πολλές φορές διαπίστωνα πως η γιαγιά αυτοσχεδίαζε γιατί κάθε φορά η ιστορία της είχε διαφορετικό τέλος. Αυτές οι «δαντέλες» εξακολουθούν και μου αρέσουν ακόμα, κι ας μεγάλωσα· είναι που κάνουν πιο όμορφη την κατασκευή, όποια και να ’ναι. Να, κάτι παρόμοιο σαν αυτό που κάνει το ψιμύθι, που κι αυτό με την σειρά του αλλάζει τα πράγματα, στα άσχημα ρίχνει σκιές και δεν φαίνονται καθαρά, μπερδεύει το σχήμα τους, τους δίνει άλλη όψη, και στα όμορφα βάζει όλη του την δύναμη για να σου βγάλει εκείνο το «αχ», που δεν του δίνεις σημασία, κι όμως υπάρχει μέσα σου, βγαίνει στις «συννεφιές» και κάτι σαν να σου σφίγγει την καρδιά. «Αχ, και να έρχονταν πάλι οι μέρες οι παλιές, τότε που η ζωή μας είχε μόνο γέλιο», κι ας έκλαιγες όταν τις ζούσες! Εκεί, μπαίνει το ψιμύθι, στα πρόσωπα που χάσαμε, στις μέρες που έφυγαν, κάνει ρετούς στο παρελθόν και το ωραιοποιεί για να το νοσταλγήσουμε! Πέρασαν οι καιροί, και σαν να νύχτωσε, και πώς ακούγεται αυτό σαν παραμύθι, δεν έχει μέσα του νεράιδες, ξωτικά, μονάχα της απόστασης το ψεύτικο ψιμύθι!