Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του γιατί φορούσε το κράνος του, μα κράτησε το βλέμμα της πάνω του μέχρι που τα γόνατά της λύγισαν και σωριάστηκε. Με σταθερά βήματα την πλησίασε και ύστερα έσκυψε και την σήκωσε στην αγκαλιά του. Και παρ’ όλο που ήταν ημιλιπόθυμη ένιωσε ασφάλεια μέσα στα δυνατά του μπράτσα που την τύλιξαν προστατευτικά ενώ ταυτόχρονα η καρδιά της χτύπησε δυνατά... "Υπάρχουν άλλοι μέσα στο σπίτι;" τη ρώτησε επίμονα. Δεν είχε δύναμη να του απαντήσει και ένευσε αρνητικά. Κι ύστερα τίποτα... Μαύρο πέπλο έπεσε μπροστά της.