Ο Γιασίν αφηγείται πως μεγάλωσε γρήγορα και πέθανε ακόμη πιο γρήγορα στο Σιντί Μουμέν, στην άκρη της πόλης της Καζαμπλάνκας, μαζί με τα έξι αδέρφια του, τη μητέρα του, που κάθε μέρα είχε να τα βγάλει πέρα με τη φτώχεια και τα ζωύφια και με έναν πατέρα πρώην εργάτη, χαμένο στη σιωπή και τις προσευχές....
« Όλα έμοιαζαν κανονικά αλλά τίποτα δεν ήταν, γιατί όταν το λιοντάρι γονατίζει, όταν τα νύχια του γίνονται άχρηστα ροκανίδια ξύλου, δεν κάνουν πια κανέναν να τρέμει, όταν η πεθαμένη φλόγα των ματιών του εμπνέει περισσότερο θλίψη από τρόμο, ένα άτονο βλέμμα στραμμένο σε μια εσωτερική σκοτεινιά σ’ ένα σαρκίο διαλυμένο, σπασμένο...