Ποιος, ξέροντας να συνθέτει θρήνους για οδυνηρά γεγονότα, θα μπορούσε να θρηνήσει, όπως της αξίζει, την πόλη της Θεσσαλονίκης; Αυτή η πόλη, όσο ξεπερνούσε παλιά κατά πολύ όλες τις άλλες σε ευημερία και φαινόταν παντού υπέροχη και ζηλευτή, τόσο τώρα γνώρισε τη δυστυχία και αποτελεί το θέμα πολλών θρήνων. Όσοι, έστω και για λίγο χρόνο, συνέβη να απολαύσουν τα αγαθά της, δεν μπορούν να πουν τίποτε άλλο για αυτήν παρά πράγματα στενάχωρα στην ψυχή και που προκαλούν ροή δακρύων. Αυτή ξεπερνούσε πολλές πόλεις σε ομορφιά και σε γεωγραφική θέση και άλλες τόσες σε μέγεθος και σε αφθονία αγαθών. Ήταν απερίγραπτη σε όλα. Αλλά, ενώ πριν υπερηφανευόταν για τα αγαθά της και τον θρυλικό της πλούτο, τώρα όλα χάθηκαν, αλίμονο, και πήραν άσχημη τροπή. (Ιωάννης Αναγνώστης) Για να μιλήσω ειλικρινά, σε ποιο είδος αμαρτίας δεν επιδοθήκαμε; Πορνείες, μοιχείες, αναισχυντίες, μίση, ψέματα, κλοπές, έριδες, φιλονικίες, ύβρεις, θυμοί, πλεονεξίες, αδικίες και πάνω απ όλα ο φθόνος, ήταν οι καθημερινές μας ασχολίες και μάλιστα στο φως της μέρας. Κανείς από μας δεν προσπαθούσε να συμπεριφερθεί σωστά στον πλησίον του, αντίθετα, παρασυρμένος από τρέλα, προσπαθούσε να του κάνει όσα ο ίδιος δεν θα επιθυμούσε να υποστεί. Κανείς δεν σκεφτόταν να παραχωρήσει κάποιο από τα αγαθά του σε όσους είχαν ανάγκη υπακούοντας στην αρχή της αλληλεγγύης. "Ολοι συναγωνίζονταν να πλουτίσουν εις βάρος των άλλων, χλευάζοντας, εξαπατώντας και συκοφαντώντας ο ένας τον άλλον. Όλα τα είδη των κακών πράξεων ανακαλύπτονταν μέσα τους: πίεζαν τα ορφανά, δεν σέβονταν τα δικαιώματα των χηρών, ξέσπαγαν σε καβγάδες και εξύφαιναν δολοπλοκίες. Ποια ήταν ή συνέπεια όλων αυτών; (Ιωάννης Καμινιάτης) Ο ήλιος ανέτειλε πάνω από τους αγρούς χωρίς να μπορέσει να διαλύσει τη φονική νύχτα, αφού ο ζόφος του θανάτου περιφρονούσε τις ηλιαχτίδες. Μόλις άνοιγε κανείς τα μάτια του μετά από γλυκό ύπνο, συναντούσε τον πικρό και παντοτινό ύπνο. Ένας αληθινός εφιάλτης κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια όσων κοιμόντουσαν. Όποιος τον έβλεπε, έκλεινε τα μάτια για τελευταία φορά. Αυτός πού ξυπνούσε και άφηνε το κρεβάτι βρισκόταν εκ νέου ξαπλωμένος από εχθρικό σίδερο που τον κοίμιζε με τον τρόπο που αυτό αγαπά. (Ευστάθιος Θεσσαλονίκης) Το 904 οι Σαρακηνοί πειρατές της Κρήτης εμφανίστηκαν ξαφνικά μπροστά στη Θεσσαλονίκη, λεηλάτησαν την πόλη και αιχμαλώτισαν τους κατοίκους της. Το 1185 είναι ή σειρά των Νορμανδών της Σικελίας να σπείρουν την καταστροφή και τον όλεθρο. To 1430, τέλος, οι Τούρκοι κατέστρεψαν την πόλη και έγιναν κύριοι της για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τρεις συγγραφείς που γνώρισαν την προετοιμασία της επίθεσης, την πολιορκία, τη λυσσαλέα άμυνα των κατοίκων, την έλλειψη οργάνωσης των αμυνομένων, τη βίαιη επίθεση των εχθρών, το θάνατο, την πυρκαγιά και, τέλος, την αιχμαλωσία, καταγράφουν την εμπειρία των καταστροφικών εκείνων γεγονότων. Οι συγκινητικές αφηγήσεις που άφησαν για τον παραλογισμό της σφαγής και των ταπεινώσεων είναι ή εξιστόρηση ενός και του αυτού σεναρίου πού μοιράζονται παντού και πάντα οι πόλεις οι οποίες πολιορκούνται και καταλαμβάνονται με τη βία. Εντούτοις, από τη στιγμή πού ή διαδικασία της γραφής αρχίζει να μετριάζει την τραυματική εμπειρία, τα λογοτεχνικά τεχνάσματα κερδίζουν την πρωτοκαθεδρία στην εξιστόρηση των γεγονότων. Η αφήγηση γίνεται μέσο για να εκλιπαρήσουν οι συγγραφείς για βοήθεια ή για να αποσείσουν ευθύνες, σαν να όφειλαν να αναδείξουν την ύβρη των βιαιοτήτων που υπέστησαν από τους βαρβάρους μέσα από τις επιθέσεις εναντίον του χειρότερου εχθρού, του εσωτερικού, ώστε να μπορέσει να εκφραστεί ο πόνος των ηττημένων. Η επίκληση των συλλογικών δεινών εισάγεται με τον τρόπο αυτό στον Ιστό των προσωπικών δεινών και η βυζαντινή ιστορική αφήγηση, η τόσο συντηρητική στις εκφράσεις της, απελευθερώνεται και γίνεται το πλαίσιο της ανάδυσης μιας λογοτεχνίας που εδράζεται στο συναίσθημα.