ΑΠΟ ΜΙΚΡΗ ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ, ήμουνα συνεσταλμένη, δε μιλούσα με αγνώστους, το απέφευγα,
μόνο στη θάλασσα ξανοιγόμουν, εκεί έβρισκα και το θάρρος και τα λόγια και τις λέξεις, μιλούσα
καθαρά, μελωδικά, τραγουδιστά, σαν το πουλάκι της αυγής πάνω στο σύρμα, και ένα μικρό ψεύδισμα
που είχα χανόταν, και ένα τραύλισμα και μια ταχυλογία της ντροπής και αυτή χανόταν, την έπαιρνε το
κύμα μακριά, αλλά όχι στον αγύριστο, γυρνούσε μετά μαζί μου στο σπίτι, με ακολουθούσε με το
βρεγμένο μαγιώ της και την πετσέτα, κρεμόταν πάλι με το μανταλάκι στα χείλη και στη γλώσσα μου,
και κολυμπούσα με τις ώρες, εδώ, σε αυτήν τη Μυτίτσα, σε αυτά τα βράχια έμαθα να κολυμπώ σχεδόν
από μόνη μου, μικρή μπήκα στα νερά, έπεσα από το βράχο και αυτό ήταν όλο...