Ε, μαστόροι μου! Αν είχα πρόθεση να ξεσηκώσω καρδιές σας και ψυχές σας γι’ ανταρσία κι οργή, θ’ αδικούσα τον Βρούτο, θ’ αδικούσα και τον Κάσσιο, που, καθώς ξέρετε όλοι, είν’ αξιότιμοι άνθρωποι...
Εδώ έχουμε ωραίον και πλούσιον πίνακα, καλοσχεδιασμένον και ζωηρόχρωμον, που μας δίνει σε βάθος και πλάτος τον φεουδαρχικό τρόπο βίου, με την αρπαγή και τον φόνο, μαζί με τον ιπποτισμό, την πίστη, την τιμή, αξίες που έχουν αρκετά φθαρεί και καταντήσει τυπικές...
Μα να πεθάνεις και να πας άγνωστο πού· να κείτεσαι ένα κρύο κουφάρι και να λιώνεις· τούτη η αισθαντικιά όλο θέρμη ορμή να γίνει ζυμάρι από πηλό· και το μακάριο πνεύμα να λούζεται από πύρινα ύδατα, ή να μένει σε περιοχή φριχτή, πυκνοπερίπλεχτη από πάγους, ή να φυλακιστείς μες σε άφαντους ανέμους, να σε φυσάν με βία ασύχαστη ολοτρόγυρα στον μετέωρον κόσμο· ή να ’σαι το χειρότερο απ’ τα χειρότερα, όσα νους λειψός κι αβέβαιος φαντάζεται στριγγλίζοντας! – είναι πολύ φριχτό! Ο πιο ελεεινός, ο πιο αποτρόπαιος βίος, που χρόνος, πόνος, στέρηση και φυλακή μπορούν στη φύση να επιβάλουν, είν’ παράδεισος μπροστά στον φόβο του θανάτου...
Όταν ενού ανθρώπου ο υπηρέτης πρέπει να παίξει μαζί του τον σκύλο, το πράμα, βλέπεις, δεν πάει καλά […] Του ’μαθα ό,τι ακριβώς θα ’λεγε κανείς: «έτσι θα ’θελα να διδάξω ένα σκύλο»...
Παρθένα μου, την έχεις βάλει σε τέτοιο χορό που είναι να θαμάξεις: oι καλύτεροι αυλικοί, τότε που η αυλή αυλιζότανε στο Ουίνζορ, δεν μπόρεσαν να την μπάσουν σε τέτοιο χορό· κι όμως εκεί ’τανε ιππότες, ήτανε λόρδοι, ήταν αρχόντοι με τ’ αμάξια τους, σου ορκίζομαι, αμάξι στ’ αμάξι, γράμμα στο γράμμα, δώρο στο δώρο· και να μοσκοβολάν τόσο γλυκά –όλο μόσκο– κι όλο φρου-φρου, σου ορκίζομαι, μες στο μετάξι και στο μάλαμα· και με τέτοιες απρεπείς ουρολογίες· και με τέτοιο κρασί και ζάχαρη, το πιο καλό κι ωραίο, που θα μπορούσε να κερδίσει την καρδιά κάθε γυναίκας· και, εγώ σ’ το βεβαιώνω, ποτέ δεν μπόρεσαν να πάρουν έν’ ανάβλεμμά της...
Η χάρη που ’χει το έλεος δεν επιβάλλεται, στάζει σαν την γλυκιά βροχή απ’ τον ουρανό πάνω στο χώμα: είναι διπλά ευλογημένο· βλογάει κι αυτόν που δίνει κι αυτόν που παίρνει: είναι των κραταιών το κραταιότερο· ταιριάζει του θρονιασμένου ρήγα πιο καλά απ’ το στέμμα του· το σκήπτρο του έχει δύναμη εξουσίας πρόσκαιρης, […] αλλά το έλεος είναι πάνω απ’ το σκηπτρούχο κύρος, […] είναι ιδιότητα του ίδιου του Θεού, και η γήινη εξουσία μοιάζει πιο πολύ με θεία όταν το έλεος συνοδεύει τη δικαιοσύνη...
Γιατί έφτιαξες δημοτικά σχολεία· κι ενώ πρώτα οι προπάτορές μας δεν είχαν άλλα βιβλία από την τσέτουλα και τις γιώτες, εσύ μας έκανες με τυπογραφεία· και, ενάντια στον βασιλιά, το στέμμα του και το αξίωμα, έφτιαξες χαρτοποιεία...
Αν η χάρη που σου ζητάμε ήταν να σώσεις τους Ρωμαίους, με χαλασμό των Βόλσκων όπου υπηρετείς, ε, τότε να καταδικάσεις πρέπει εμάς, που θέλουμε να σ’ ατιμάσουμε: όχι η αίτησή μας είναι να τους φιλιώσεις: να μπορούν να ειπούν οι Βόλσκοι «εμείς εδείξαμε έλεος»...