-Για το κοινό, πού λάβαινε γνώση του ποιήματος, υπήρχαν δύο δυνατότητες: ή βρισκόταν σε ένα περιβάλλον ιδιωτικής ανάγνωσης, ή σε έναν δημόσιο θεατρικό χώρο οπού δίνονταν "επιλεγμένα κομμάτια", ανθολογίες αποσπασμάτων που άρεσαν ιδιαίτερα στο κοινό, καθώς φαίνεται, ήδη από τον 4ο αιώνα (πβ. Πλάτων, Νόμοι, 7, 811a).
Η Αλεξάνδρα παρουσιάζεται ευθύς εξ αρχής σαν ένα τέτοιο "επιλεγμένο κομμάτι": είναι δοσμένη σαν απόσπασμα τραγωδίας απόσπασμα πού πήρε τις διαστάσεις του έργου από το όποιο προέρχεται. Και ούτε είναι σίγουρο ότι, σε περίπτωση εκτέλεσης, την έδιναν από την αρχή ως το τέλος.
Ως προς τη σκηνοθεσία, φανταζόμαστε έναν υπηρέτη να μίλα στον βασιλιά Πρίαμο, ο όποιος παραμένει σιωπηλός ως το τέλος. Ο μονόλογος του υπηρέτη περιλαμβάνει βασικά δύο επίπεδα, που η σπουδαιότητα τους είναι εντελώς άνιση: αφ' ενός τις δηλώσεις που κάνει, για λογαριασμό του, και αφ' ετέρου τα λεγόμενα της Αλεξάνδρας τα όποια μεταφέρει. Το πρώτο επίπεδο είναι σχετικά απλό: ο ακροατής μαθαίνει ότι ο υπηρέτης, στον όποιο ο Πρίαμος έχει αναθέσει την επιτήρηση της έγκλειστης Κασσάνδρας (την ημέρα ακριβώς πού ο Πάρις-Άλέξανδρος αναχωρεί για την επιχείρηση από οπού θα γυρίσει με την Ελένη), ακούει κρυφά μια προφητεία της και θα την μεταφέρει λέξη προς λέξη στον Πρίαμο, προτού τελειώσει με ευχές για αίσια έκβαση. Σημειωτέον ότι η γλώσσα του υπηρέτη είναι εξίσου σκοτεινή με τη γλώσσα της προφήτιδος. Το δεύτερο επίπεδο, το όποιο στην ουσία αποτελεί το ποίημα, είναι σαφώς πιο περίπλοκο. Κατ' αρχήν θα πρέπει και πάλι να διακρίνουμε δύο άνισα επίπεδα: την προφητεία και τον θρήνο της Κασσάνδρας για τον εαυτό της και για τους συμπολίτες της, που δεν την ακούν. Η προφητεία μπορεί να χωριστεί σε δύο και πάλι άνισα μέρη. Στην αρχή ακούμε μιαν αναφορά στον πόλεμο της Τροίας, στις συμφορές των πολεμιστών κατά την επιστροφή τους καθώς και στις συμφορές πού βρήκαν στα σπίτια τους εκείνοι που γύρισαν - και το τμήμα αυτό συνοδεύεται από την αναφορά στο μελλοντικό πεπρωμένο των Τρωών.