Η πρόσφατη ανάπτυξη της Λαογραφίας των Φύλων βασίστηκε στην κοινή και επιτυχή προσπάθεια να προσδιοριστούν και να επικυρωθούν οι παραδόσεις των γυναικών, από την οπτική των δικών τους συμφερόντων, γεγονός το οποίο οδήγησε στην επανερμηνεία, συχνά βαθιά πολιτική, του υπάρχοντος λαογραφικού υλικού και στην καθιέρωση των αρχών της φεμινιστικής έρευνας σε όλα τα επίπεδα συλλογής και ανάλυσης δεδομένων. Η εργασία αυτού του είδους στη Λαογραφία (όπως και στην Κοινωνική Ανθρωπολογία, άλλωστε, η οποία άνοιξε ουσιαστικά τον δρόμο προς την κατεύθυνση αυτή) συνεισφέρει σημαντικά στην απαίτηση των Φεμινιστικών Σπουδών/Σπουδών Φύλου για διεπιστημονική, ποιοτική έρευνα που αναγνωρίζει και αποδέχεται τη διαφορά, κριτικάρει προηγούμενες επιστημολογίες, λαμβάνει σοβαρά υπόψη την ανθρώπινη και στην περίπτωσή μας την γυναικεία εμπειρία και μάλιστα την αναπαραγωγική. Συνεισφέρει, επίσης, στην αποδόμηση των κυρίαρχων ακαδημαϊκών ορισμών της τάξης, της φυλής, της σεξουαλικότητας, της εθνότητας και της ομάδας, γεγονός που επέτρεψε στις λαογράφους με συνείδηση του φύλου να αναδιατυπώσουν τις έννοιες της ταυτότητας, της εξουσίας, της εμπειρίας κ.λπ. Αμφισβητώντας την εξουσία του ανδροκεντρικού ακαδημαϊκού λόγου να δημιουργεί μόνον αυτός νόημα, οι φεμινίστριες λαογράφοι και ανθρωπολόγοι έδωσαν νέες διαστάσεις στη σύγχρονη φεμινιστική έρευνα και στον σχετικό διεπιστημονικό διάλογο, ο οποίος διεξάγεται σήμερα με επιτυχία. Στα νέα αυτά δεδομένα και μέσω των αφηγήσεων ζωής και όχι μόνο, οι γυναίκες-υποκείμενα της λαογραφικής έρευνας μιλούν για το σώμα, συζητούν και αντιλαμβάνονται πλέον το πώς οι φυσικές τους εμπειρίες διαμορφώνουν τον τρόπο που σχηματίζεται νόημα, ενώ παράλληλα, οι φεμινίστριες ερευνήτριες αναπτύσσουν προσεγγίσεις που συνδέουν τη μελέτη της σωματικής εμπειρίας με τρόπους παραγωγής γνώσης. Το βιβλίο, το οποίο για την έρευνα που περιλαμβάνει έλαβε Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών, εμπλουτίζει τις ελληνικές Σπουδές Φύλου και επιβεβαιώνει τη σημασία και την αναγκαιότητα της Λαογραφίας των Φύλων στον εκσυγχρονισμό, τη διεύρυνση και, κυρίως, στον εκδημοκρατισμό ευρύτερα των σύγχρονων Λαογραφικών Σπουδών στη χώρα μας. Εστιάζει στην κοινωνική έρευνα και την έμφυλη διάστασή της, στις μητρικές ταυτότητες και στον αφηγηματικό λόγο περί αναπαραγωγής. Η ιδιαίτερη, ωστόσο, σημασία του έγκειται στον τρόπο που διαχειρίζεται και παρουσιάζει ένα εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα, το ζήτημα που αφορά στη θηλυκή μνήμη και εμπειρία μιας «οριακής στιγμής» για τις γυναίκες: της διακοπής μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης. Την απόφαση και τις συχνά οδυνηρές της συνέπειες για έκτρωση/αυτοέκρωση. Τη συνδέει ταυτόχρονα με τη μακρά ιστορία της αντισύλληψης και τις σχετικές παραδοσιακές πρακτικές, τον θηλυκό λόγο περί στειρότητας και ατεκνίας, ζητήματα που αφορούν τον τοκετό και τις μητρικές εμπειρίες στο πλαίσιο των παραδοσιακών κοινοτήτων του 20ού αιώνα.