«Άφησα στην Ουγγαρία το ημερολόγιο με τη μυστική γραφή, όπως και τα πρώτα μου ποιήματα. Άφησα εκεί τα αδέλφια μου, τους γονείς μου, χωρίς να τους ειδοποιήσω, ούτε καν να τους αποχαιρετήσω. Κυρίως όμως, εκείνη την ημέρα, στα τέλη Νοεμβρίου του 1956, έπαψα πια οριστικά να ανήκω σε έναν λαό. [...] Στο εργοστάσιο, όλος ο κόσμος είναι ευγενικός μαζί μας. Μας χαμογελούν, μας μιλούν, αλλά δεν καταλαβαίνουμε τίποτα. »Εδώ είναι που αρχίζει η έρημος. Έρημος κοινωνική, έρημος πολιτισμική. Τον ενθουσιασμό των ημερών της επανάστασης και της απόδρασης τον διαδέχονται η σιωπή, το κενό, η νοσταλγία των ημερών όπου είχαμε την εντύπωση ότι συμμετείχαμε σε κάτι σημαντικό, κοσμοϊστορικό ίσως, η νοσταλγία της πατρίδας, η έλλειψη της οικογένειας και των φίλων.» »Ερχόμενοι εδώ περιμέναμε κάτι. Δεν ξέραμε τι ακριβώς περιμέναμε, αλλά σίγουρα όχι αυτό: αυτές τις καταθλιπτικές μέρες της δουλειάς, αυτά τα σιωπηλά βράδια, αυτήν την παγιωμένη ζωή, χωρίς αλλαγές, χωρίς εκπλήξεις, χωρίς ελπίδα.» «Στο λεωφορείο, το πρωί, ο ελεγκτής κάθεται πλάι μου, το πρωί είναι πάντα ο ίδιος, χοντρός και γελαστός, και μου μιλάει σε όλη τη διαδρομή. Δεν τον καταλαβαίνω πολύ καλά, παρ όλα αυτά καταλαβαίνω ότι θέλει να με καθησυχάσει εξηγώντας μου ότι οι Ελβετοί δεν θα επιτρέψουν στους Ρώσους να έρθουν μέχρις εδώ. Λέει ότι δεν πρέπει πλέον να φοβάμαι, ότι δεν πρέπει να είμαι λυπημένη, ότι τώρα είμαι ασφαλής. Χαμογελάω, δεν μπορώ να του πω ότι δεν φοβάμαι τους Ρώσους, και αν είμαι λυπημένη, είναι μάλλον εξαιτίας της πολύ μεγάλης ασφάλειας που με περιβάλλει τώρα, και γιατί δεν υπάρχει τίποτε άλλο να κάνω ή να σκέφτομαι από τη δουλειά, το εργοστάσιο, τα ψώνια, την μπουγάδα, το φαΐ, και τίποτε άλλο να περιμένω παρά μόνο τις Κυριακές για να κοιμηθώ και να ονειρευτώ για περισσότερη ώρα τη χώρα μου. »Πώς να του εξηγήσω, χωρίς να τον θίξω, και με τις λίγες λέξεις γαλλικά που ξέρω, ότι η όμορφη χώρα του δεν είναι για μας τους πρόσφυγες παρά μια έρημος, μια έρημος που πρέπει να τη διασχίσουμε για να φτάσουμε σ αυτό που λέγεται "ένταξη", "αφομοίωση". Εκείνη τη στιγμή, δεν ξέρω ακόμη ότι ορισμένοι δε θα το καταφέρουν ποτέ.» Ένδεκα κεφάλαια για ένδεκα στιγμές της ζωής της, από το μικρό κορίτσι στην Ουγγαρία που καταβροχθίζει τα βιβλία μέχρι τη συγγραφή του πρώτου μυθιστορήματος στα γαλλικά. Τα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια και τα πρώτα διαβάσματα σε ηλικία τεσσάρων ετών, η φτώχεια μετά τον πόλεμο, τα χρόνια της μοναξιάς στο οικοτροφείο, ο απόηχος της ουγγρικής επανάστασης του 1956, ο θάνατος του Στάλιν, η μητρική γλώσσα και οι εχθρικές γλώσσες που είναι τα γερμανικά και τα ρώσικα, η απόδραση στην Αυστρία, η δουλειά στο εργοστάσιο και η άφιξη στη Λωζάννη με το μωρό της, όπου βρήκε καταφύγιο, αλλά και μια πολιτισμική έρημο, αποτέλεσμα των γλωσσικών της ορίων. Η εξορία μετέτρεψε αυτήν την ένθερμη αναγνώστρια σε αναλφάβητη. Όφειλε να κατακτήσει τη γαλλική γλώσσα από το μηδέν. Οι ιστορίες αυτές δεν είναι θλιβερές. Μικρές προτάσεις, ακριβείς λέξεις, απόλυτη σαφήνεια, χιούμορ, όλος ο κόσμος της Άγκοτα Κριστόφ είναι παρών, εδώ, μέσα σ αυτήν την αφήγηση για τη ζωή της, όπως στα μυθιστορήματά της.