Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΡ. ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ (1852-1942) αναγνωρίζεται για το ιστορικό και λαογραφικό του έργο, αφιερωμένο πρωτίστως στην Ιστορία των Αθηναίων κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Η λογοτεχνική του προσφορά, όμως, δεν είχε απασχολήσει ιδιαίτερα τη νεότερη έρευνα και πολύ λίγα γνωρίζαμε για τη σύνδεσή του με την εγχώρια θεατρική τέχνη. Η παρούσα μελέτη παρακολουθεί το σύνολο της συγγραφικής παραγωγής του Καμπούρογλου, εστιάζοντας στη συμβολή του στην ανάπτυξη του ελληνικού θεάτρου, και αποκαλύπτει πτυχές που παρέμεναν στο μεγαλύτερο μέρος τους αθέατες. Τα νέα τεκμήρια που εντοπίστηκαν κατά την έρευνα, τα αθησαύριστα χειρόγραφα, καθώς και ασχολίαστες εκδόσεις θεατρικών έργων του, φωτίζουν τη δραματουργία και τους θεωρητικούς προβληματισμούς του σε μια χρονική ακτίνα μισού αιώνα: από τους πρώτους αριστοφανικούς πειραματισμούς, στις αρχές της δεκαετίας του 1870, μέχρι τις ιδεολογικές αναζητήσεις στα ύστερα χρόνια του Μεσοπολέμου. Ο συγγραφέας δεν αναλαμβάνει ηγετική ευθύνη για τη στερέωση της εγχώριας θεατρικής τέχνης, αλλά βρίσκεται σταθερά ανάμεσα στους συνοδοιπόρους που έχουν αυτόν τον προορισμό. Αποφεύγει τις κακοτοπιές που οδήγησαν τον πατέρα του, τον Κωνσταντινουπολίτη Γρηγόριο Δ. Καμπούρογλου, στη χρεοκοπία και τον διασυρμό, όταν αποπειράθηκε να ιδρύσει Εθνικό Θέατρο στην Ελλάδα, λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Ο Δημήτριος διασταυρώνει την εγχώρια δραματουργία με την παράδοση, ακόμα και στην κωμωδία, ενώ συνδέει το βιωματικό λαογραφικό υλικό, τη βιβλιογραφική καθώς και την επιτόπια ιστορική έρευνα με τη σκηνική πράξη. Δείχνει από πολύ νωρίς ιδιαίτερη μέριμνα για τη σκηνική γλώσσα, επιμένοντας πως, όχι μόνον η κωμωδία, αλλά και το δράμα πρέπει να γράφεται στη μοναδική καθομιλουμένη, τη γλώσσα των λαϊκών παραμυθιών. Οι λεπτομερείς σημειώσεις του που αφορούν τη σκηνική παρουσία των δραμάτων του, στην κατεύθυνση της αναζήτησης ιστορικής πιστότητας, αποκαλύπτουν έναν δραματουργό που καλλιεργεί το σχεδόν παρθένο έδαφος της εγχώριας σκηνογραφίας και φτάνει στη διόλου αυτονόητη, για την εποχή του, διαπίστωση πως «δράμα είνε εκείνον το οποίον παριστάνει και όχι εκείνον το οποίον διαβάζεται μετ’ ενθουσιασμού».