Στη Νέα Υόρκη της Μεγάλης Ύφεσης, ένας κύκλος νέων διανοούμενων σχηματίζεται σιγά σιγά, ένας «κύκλος των ανθρώπινων πλασμάτων που ένωσαν η ανάγκη και η αγάπη». Εκκολαπτόμενοι καθηγητές, αποτυχημένοι συγγραφείς, άνεργοι ρεπόρτερ, απεγνωσμένοι εργένηδες, ανήκουν όλοι τους στην περίφημη δεύτερη γενιά μεταναστών. Εντός του κύκλου είναι που ζουν «την αληθινή ζωή τους»: Τρωγοπίνουν, ευφυολογούν, συγκρούονται, ονειροπολούν, λογομαχούν κι εκφράζουν την απόγνωσή τους. Μολονότι δεν ζουν στο περιθώριο, βιώνουν ένα αδιέξοδο που δεν έχει να κάνει μονάχα με τη διάψευση του περίφημου αμερικανικού ονείρου, το οποίο με τόση θέρμη είχαν κυνηγήσει παλιότερα οι γονείς τους, αλλά και με την αβεβαιότητα και το υπαρξιακό κενό που γεννά η αμερικανική κοινωνία εκείνη την εποχή. Η γραφή του Ντέλμορ Σβαρτς αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της αμερικανικής εκδοχής του μοντερνισμού, και –διόλου τυχαία– το έργο του επαινέθηκε από κολοσσούς του λογοτεχνικού αυτού ρεύματος, όπως ο Έζρα Πάουντ και ο Τ.Σ. Έλιοτ. Ο Σβαρτς καταγράφει με μαεστρία την αποτυχία και την «πτώση» των ηρώων του. Αποτυπώνει την αποξένωση και την αμφιθυμία τους, και συνάμα τη σατιρίζει ανηλεώς, χαρίζοντάς μας ένα καθ’ όλα αντιπροσωπευτικό πορτρέτο της εβραϊκής νεοϋορκέζικης μεσαίας τάξης στα χρόνια της Ύφεσης. Κυρίως, όμως, με τους ολοζώντανους –ενίοτε στα όρια του εξπρεσιονισμού– διαλόγους των ηρώων του, επιτυγχάνει μια θεατρική –σχεδόν ποιητική– πρόζα, εξίσου άξια με το έμμετρο έργο για το οποίο αποθεώθηκε και τιμήθηκε ήδη από τα πολύ νεανικά του χρόνια. Ο Κόσμος είναι ένας γάμος συνιστά, εντέλει, μια ειλικρινή και κυνική εξομολόγηση του συγγραφέα στο αναγνωστικό του κοινό, μια λυτρωτική ενδοσκόπηση στα άδυτα του ανθρώπινου ψυχισμού.