ΑΜΦΙΜΕΤΡΟ 23-7-2020 Σ.Κ. Σύρθηκε απαλή, φωνή μιας πλήρους αναπνιάς, Αχολογιά της συντομίας, του παραπόνου. – Να!, που: Σαν να τυλίχτηκε με βια ιστός, τρωτή Και πρώιμη αραχνιά, Να την πιάσει, υπομονετική. Κυλήθηκε, Και ό,τι γλίτωσε απαλά, φωνητικά εσύρθηκε, Και, ως πάντοτε έτσι: Λίγο, – ακούστη, πένθιμα, από κάπου: «Κουρσεύτηκα απ’ τα χέρια του Θανάτου, Πιασμένος απ’ τα βρόχια των ματιών Τα σκοτεινά, τα διάφανά του, Παντοτινά. – Κι ωστόσο, στην καρδιά τα λόγια Μού βρήκε φιλικά, θερμά, αληθινά και φλόγια! Μη: μοιρολόγια Στην ταπεινή ψυχή μιας αληθούς φροντίδας, Σαν γυρολόγια ουτιδανά! Μόν’ ακούστε στων παιδιών μου, νέας φροντίδας Τα διάφανα, ντόμπρα και καλά: Λόγια που αντιστοιχούν στη ζέουσα Μοίρα. Στη νέα σοδειά, σαν φουρνιστά που άφησα γύρα Καρβέλια γλυκά, ζυμωτά… – Ωσάν θυρίδας Όπου αναζωογονεί τον Κόσμο τον παλιό, μια στάση: Στην Πλάση, φυτική, για να γιορτάσει Με χάρες φυσικές, με προσφορές τοις πάσι, Από αγνό προζύμι, λάδι και από δυόσμο!…» Και σε κουκούλι τρέφει την προνύμφη του, Ως να’ βγουν τα λόγια: πλέρια από την τύρφη του, Άρωμα ολόγιομα, γευστικού άρτου σταφιδάτου, Με δυο βλαστούς που ανοίγουνε Απά στα δυο φτερά του!