Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
«Κοίταξε ψηλά στην αριστερή γωνία του δωματίου. Εδώ και καιρό μια αράχνη έπλεκε ανενόχλητη τον ιστό της. Έφτανε αν ήθελε να της τον διαλύσει, αλλά δεν το έκανε ποτέ της. Πολλές φορές ο απαγωγέας της, γκρέμισε τον ιστό της, αλλά ευτυχώς δεν μπόρεσε να την πιάσει. Δεν είχε αλυσίδες η αράχνη, μπορούσε να δραπετεύσει ανά πάσα στιγμή για να γλυτώσει από το μένος του! Μα μόλις έφευγε εκείνος, ξανά άρχιζε να υφαίνει τον ιστό της! Ήξερε πως οι άντρες αν την έβλεπαν θα τη σκότωναν! Αλλά παρέμενε εκεί ψηλά πάνω από το κεφάλι της κοιτώντας τη θαρρείς μέσα στα μάτια, όση ώρα σφάδαζε από τους πόνους! Ο ιστός ήταν τώρα σπασμένος κι η αράχνη δεν ήταν στο ταβάνι πια! Ίσως την είδαν και τη σκότωσαν όσο ήταν λιπόθυμη, ίσως πάλι να το έσκασε, γιατί εκείνη δεν είχε αλυσίδες. Έκλεισε τα μάτια και προσευχήθηκε να πεθάνει! Ο ιστός που την κρατούσε στη ζωή είχε κι αυτός σπάσει!»