Ο Λουίς Σεπούλβεδα (4 Οκτωβρίου 1949 - 16 Απριλίου 2020) γεννήθηκε στο Ovalle, στο βορρά της Χιλής. Στα 15 του χρόνια έγινε μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας. Σπούδασε σκηνοθεσία θεάτρου στο Σαντιάγο. Το 1969 πήρε πενταετή υποτροφία για το Πανεπιστήμιο της Μόσχας, αλλά πέντε μήνες αργότερα εκδιώχθηκε από τη Σοβιετική Ένωση λόγω "κακής διαγωγής": είχε πιάσει φιλίες με αντιφρονούντες. Ένθερμος υποστηρικτής του Σαλβατόρ Αλιέντε, μπήκε στην προσωπική του φρουρά το 1973. Μετά το πραξικόπημα του Πινοσέτ φυλακίστηκε, βασανίστηκε, κατηγορήθηκε για προδοσία και καταδικάστηκε σε ποινή είκοσι οκτώ ετών. Μετά από δυόμισι χρόνια εγκλεισμού του αποφυλακίστηκε με παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας και εξορίστηκε από τη Χιλή. Κατέφυγε στο Εκουαδόρ, όπου οργάνωσε θεατρικό θίασο. Έγραψε ποιήματα, θεατρικά έργα, διηγήματα και δημιούργησε θεατρικές ομάδες στο Περού, το Εκουαδόρ και την Κολομβία. Έζησε έξι μήνες στον Αμαζόνιο με τους ινδιάνους Σουάρ, στο πλαίσιο αποστολής της Unesco, και αποκόμισε εμπειρίες που άλλαξαν την αντίληψή του για τον κόσμο και του πρόσφεραν, αργότερα, το υλικό για το πρώτο του μυθιστόρημα: "Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης" (1989). Το 1979 κατατάχθηκε στη Διεθνή Ταξιαρχία "Σιμόν Μπολιβάρ" και συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα της Νικαράγουας, στην οποία, μετά την επικράτηση της επανάστασης, εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Την επόμενη χρονιά (1980) εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη και έγινε ακτιβιστής της Greenpeace. Ταξίδεψε σ' όλον τον κόσμο και του απονεμήθηκαν τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία. Τα πιο γνωστά βιβλία του είναι: "Ο κόσμος του τέλους του κόσμου" (1989), "Όνομα ταυρομάχου" (1994), "Patagonia express" (1995), "Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει" (1996), "Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer" (1996), "Hot Line, Γιακαρέ" (1997), "Η τρέλα του Πινοσέτ" (2002), "Τα χειρότερα παραμύθια των αδελφών Γκριμ" (2004), "Η δύναμη των ονείρων" (2006). Τον Φεβρουάριο του 2020 αρρώστησε, νοσηλεύτηκε και έχασε τη μάχη για τη ζωή στην πανδημία του Covid-19 στην Ισπανία, όπου και ζούσε. (φωτογραφία: Daniel Mordzinski)
"Γέμισα τα πνευμόνια μου, καταδύθηκα ώς τα σκοτεινά βάθη, πήρα φόρα, αναδύθηκα σχεδόν δίπλα στο μικρό πλεούμενο, με όλο το σώμα στον αέρα, και πέφτοντας, προκάλεσα ένα θηριώδες κύμα, ένα χείμαρρο αφρού που το τουμπάρισε....
1917, Οκτωβριανή Επανάσταση "Μετά από μια διαταγή του πρώτου κομισάριου του λαού, ένας κόκκινος στρατιώτης απίθωσε πάνω στο τραπέζι μιαν ανατριχιαστική φωτογραφία που έδειχνε καμιά πενηνταριά εργάτες, απαγχονισμένους από τα κοζάκικα στρατεύματα στο Αικατερίνοσλαβ, και πρόσταξε τον αταμάνο να κοιτάξει τη φωτογραφία....
Ιστορίες για τη μνήμη και τη λήθη, για τη γενναιοψυχία και την εκδίκηση, για τη συνεύρεση και την απώλεια, για ληστείες και τρένα και παγόβουνα και τούρτες....
Μία από τις πιο φωτεινές συγγραφικές στιγμές του ώριμου Σεπούλβεδα, σε εννέα τρυφερές ιστορίες με μεγάλες δόσεις λυτρωτικού χιούμορ, σπονδή σε μια εποχή όπου οι νέοι μοιράζονταν «το ωραίο όνειρο να είναι νέοι χωρίς να παίρνουν την άδεια κανενός»....
Όταν ο ποντικός βολεύτηκε στο σβέρκο του γάτου, με τα χεράκια του γαντζωμένα στις τρίχες κάτω από τ αφτιά του, ο Μιξ κούνησε την ουρά με δύναμη, άφησε να τον κυριεύσει ένας πρωτόγνωρος πυρετός, σερνάμενος σχεδόν έφτασε στο όριο ανάμεσα στη στέγη και το κενό, με αργές κινήσεις μάζεψε το κορμί του πάνω στα πισινά του ποδάρια, περίμενε να τον κατακλύσει όλη εκείνη η δύναμη η συγγενική με τα μεγάλα αιλουροειδή, τον τίγρη, το λιοντάρι, τον ιαγουάρο, κι ύστερα πήδηξε, τεντώνοντας το σώμα σαν σαΐτα....
Δύο φίλοι, ο χιλιανός συγγραφέας Λουίς Σεπούλβεδα και ο αργεντινός φωτογράφος Ντανιέλ Μορτζίνσκι ξεκινούν ένα οδοιπορικό στον κοινό νότο των χωρών τους, τη μυθική, αραιοκατοικημένη και ακόμη παρθένα γη της Παταγονίας....
"Σ εμάς τους γέρους τι μας έχει μείνει πια; Μόνο ο Καρλίτος Σαντάνα" σκέφτηκε ο βετεράνος και θυμήθηκε έναν άλλο ηλικιωμένο που, πριν από σαράντα χρόνια, είχε την ίδια σκέψη....