Την Ελλάδην εθαύμασα και ηγάπησα, και τους Ελλήνους τιμώ ως άλλους συμπατριώτας μου. Είναι τα λόγια του Καταλανού ελληνιστή Ρουβιό ι Λιούκ, του πρώτου στην ιστορία των ισπανικών γραμμάτων μεταφραστή ελληνικού λογοτεχνικού έργου, το οποίο είδε το φως στην Ιβηρική Χερσόνησο και ειδικότερα στη Βαρκελώνη το 1881. Πρόκειται για τον Λουκή Λάρα του Δημητρίου Βικέλα (Αθήνα 1879). Μεταφράσεις του ίδιου έργου είχαν προηγηθεί ή επακολούθησαν σε βραχύ χρονικό διάστημα και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, όπως στο Παρίσι, στο Αμβούργο, στο Λονδίνο, στη Βενετία, στην Κοπεγχάγη, στη Στοκχόλμη, στη Νέα Υόρκη, εκ νέου στη Βαρκελώνη, στη Λειψία και στο Άμστερνταμ. Φαινόμενο οπωσδήποτε πρωτότυπο για τα ελληνικά γράμματα. Αρκετά εκτεταμένη είναι και η αλληλογραφία γύρω από το ίδιο θέμα μεταξύ συγγραφέα και μεταφραστών. Ανάμεσά τους και οι αναγραφόμενοι στον τίτλο του βιβλίου. Με στοιχεία που έρχονται για πρώτη φορά στη δημοσιότητα φωτίζονται επίσης άγνωστες πλευρές για τον τρόπο συγκρότησης και ενός νέου έργου υποδομής, όπως είναι η Ιονική Βιβλιογραφία (1910) με βασικούς συντελεστές τους γνωστούς Γάλλους ελληνιστές Εμίλ Λεγκράν και Υμπέρ Περνό και συνεργάτες Έλληνες λογίους. Το δίτομο αυτό έργο ήρθε να προστεθεί στη μνημειώδη ενδεκάτομη Ελληνική Βιβλιογραφία 1885 κ.εξ. Έργο ηράκλειο και αξεπέραστη προσφορά του Λεγκράν στα έλληνικά γράμματα. Σταδιακά η μελέτη από το βιβλίο περνάει στα Τυπογραφεία, στα μέσα παραγωγής, δηλαδή, τα οποία, μετά τον συγγραφέα και τον εκδότη, συνιστούν την αθέατη εν πολλοίς παραγωγική διαδικασία του βιβλίου, το οποίο, μαζί με το περιοδικό και τον Τύπο γενικότερα, αποτελεί το αντικατόπτρισμα της πνευματικής ζωής ενός τόπου. Είναι οι φορείς όπου διασταυρώνονται οι τάσεις, τα ρεύματα, οι αντικρουόμενες θεωρίες και προβληματισμοί, όπως: Η σαφήνεια και η ασάφεια εν τη ποιήσει.