Κάθε έργο τέχνης φανερώνει μία οργανική ενότητα. Στο δράμα του καλλιτέχνη, τα συστατικά στοιχεία του έργου είναι τόσο στενά συνυφασμένα ούτως ώστε να γεννούν μία νέα πραγματικότητα. Δύο παράγοντες καταξιώνουν το έργο τέχνης: 1) ο πλούτος των συστατικών μερών σε συνδυασμό με 2) την ακρίβεια της ολοκλήρωσής τους. Αυτό ισχύει για την [Βυζαντινή] εικόνα, καθώς και για κάθε άλλο έργο τέχνης. Το εικόνισμα, εντούτοις, εισάγει μια διαφορετική διάσταση στην παράσταση, την υπερβατικότητα, και εξ αυτής προβάλλεται πέραν των μορφικών σχημάτων του κόσμου μας, παροντοποιώντας τον κόσμο του Θεού. Τα θεολογικά, αισθητικά και τεχνικά στοιχεία συναντώνται σ αυτόν τον άλλο κόσμο, όπου διανοίγονται σε έναν νέο τρόπο θέασης των πραγμάτων, μέσω της πίστεως και του διαστοχασμού. Επιπλέον, η Εικόνα μιλά τη γλώσσα του Βυζαντινοσλαβικού πολιτισμού και της ανατολικής Χριστιανικής πνευματικότητας. Ανακεφαλαιώνοντας αυτά τα δεδομένα, παίρνουμε μία ιδέα της συνθετότητας του εικονίσματος και επίσης, των εμπλεκομένων προβλημάτων στην αντικειμενική του ερμηνεία. Έχουμε συνείδηση της οργανικής ενότητας της Εικόνας και επιθυμούμε να εργαστούμε μέσα στο πνεύμα της σύγχρονης έρευνας, καθώς αυτή άπτεται του πεδίου της Βυζαντινής τέχνης. Αποφασίσαμε συνεπώς να παρουσιάσουμε τα "στοιχεία" της εικονουργίας, όχι ως αποτέλεσμα μιας ανάλυσης που διαχωρίζει απ αλλήλων τα συστατικά της στοιχεία, αλλά ως αποτέλεσμα μιας ανάλυσης που διακρίνει διαφορετικές πτυχές του ενός και αυτού θρησκευτικού και καλλιτεχνικού φαινομένου. Ο στόχος μας είναι να εκφράσουμε τον πλούτο και την ενότητα της Εικόνας. Όταν σκεπτόμαστε την Εικόνα, είναι σημαντικό να διατηρούμε στο νου μας τις εξής τρεις διαστάσεις αυτής της μίας πραγματικότητας: 1) επιστημονική γνώση, 2) καλλιτεχνική αξία και 3) θεολογικό όραμα. Αν αγνοήσουμε οποιαδήποτε από αυτές τις τρεις παραμέτρους, αποστερούμε τον εαυτό μας από την πλήρη σημασιοδότηση της Εικόνας. Παραμελώντας το θεολογικό στοιχείο, η Εικόνα μετατρέπεται σε ιστορικό μνημείο και τεκμήριο, που μεταδίδει πολύτιμη πληροφόρηση για ιστορικές και εθιμικές θεωρήσεις μεν, αλλά το αποτέλεσμα είναι ότι χάνει την πνευματική του ψυχική υπόσταση. Αν παραμελήσουμε το επιστημονικό στοιχείο, καταδικάζουμε τον εαυτό μας σε μία υποκειμενικότητα που αναστέλλει την ικανότητά μας να διακρίνουμε μεταξύ του ουσιώδους και του δευτερεύοντος στοιχείου.