«Είναι η γνωστή ιστορία: οι μεγάλοι βασιλιάδες, οι ισχυροί, που κάποια πράγματα τα αντιλαμβάνονται, ανέκαθεν πλήρωναν τους γελωτοποιούς της Αυλής, ώστε να παρουσιάζουν, μπροστά σε ένα κοινό αυλικών υψηλού επιπέδου, παραστάσεις που εμπεριείχαν σατιρικές αιχμές ή ακόμα και ασεβείς αναφορές στην εξουσία τους, στις αδικίες τους. Έτσι οι αυλικοί μπορούσαν να αναφωνήσουν ενθουσιασμένοι: «Τι δημοκρατικός βασιλιάς! Διαθέτει τη μεγάλη ηθική δύναμη να γελάει με τον εαυτό του!» Όμως γνωρίζουμε καλά ότι, εάν εκείνος ο γελωτοποιός είχε την απρονοησία να βγει από την Αυλή για να πάει να παρουσιάσει και να τραγουδήσει εκείνα τα ίδια σατιρικά θεάματα στον δρόμο μπροστά στους χωρικούς, στους εκμεταλλευόμενους, στους εργάτες, τότε ο βασιλιάς και τα τσιράκια του θα τον μεταχειρίζονταν με τελείως διαφορετικό τρόπο. Επειδή μπορείς να κοροϊδεύεις την εξουσία, αλλά εάν το κάνεις έξω από αυτήν σε καίνε ζωντανό! Να τι καταλάβαμε: για να αισθανόμαστε συνεπείς με την πολιτική δέσμευσή μας, δεν αρκούσε να θεωρούμε τους εαυτούς μας δημοκρατικούς καλλιτέχνες της Αριστεράς γεμάτους συμπάθεια για την εργατική τάξη και για τους εκμεταλλευόμενους γενικότερα. Η συμπάθεια δεν έφτανε πια. Το μάθημα μας έφτανε απευθείας από τους σπουδαίους εργατικούς αγώνες, από τη νέα ώθηση που έδιναν όλοι οι νέοι των σχολείων στον αγώνα ενάντια στον αυταρχισμό, την κοινωνική αδικία, την ώθηση για μια νέα σχέση με τις εκμεταλλευόμενες τάξεις, για τη δημιουργία μιας νέας κουλτούρας. Έπρεπε να σταματήσουμε να κάνουμε τους διανοούμενους που, βολεμένοι άνετα στα προνόμια της κάστας τους, καταδέχονται, καλοσύνη τους, να ασχοληθούν και με τα προβλήματα των εκμεταλλευομένων. Έπρεπε να αποφασίσουμε να μπούμε ολοκληρωτικά στην υπηρεσία τους: να γίνουμε οι γελωτοποιοί των εκμεταλλευομένων. Αυτό σήμαινε ότι θα πηγαίναμε να παίξουμε σε δομές που τις διαχειρίζονταν εκείνοι, δηλαδή η εργατική τάξη. Να για ποιον λόγο σκεφτήκαμε αμέσως τα σπίτια του λαού.».