Προδιαγραφές προϊόντων
Ημερομηνία Έκδοσης | 3/2018 |
ISBN13 | 978-618-5274-14-6 |
Κάθε εβδομάδα ένας εικαστικός καλλιτέχνης απαντά στο ερώτημα του dim/art "H ελληνικότητα ήταν ο "δαίμονας" ή ο "άγγελος" για την τέχνη (σας);" Επιχειρούμε δι’ αυτής της οδού να επαναφέρουμε ένα ερώτημα για τον νεοελληνικό πολιτισμό που τέθηκε ήδη αρκετές φορές και που αποτέλεσε κεντρικό μάλλον άξονα των αναζητήσεων της γενιάς του ’30 και να δούμε, βάσει των απαντήσεων, εάν έχει νόημα να τίθεται ξανά, με νέους όρους και σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες ή αν έχει ξεπεραστεί οριστικά. Πώς απαντούν "νεότεροι" και "παλαιότεροι" καλλιτέχνες σε μια ερώτηση που βασάνισε μια ολόκληρη γενιά, αυτήν του 1960, αλλά και παγίδευσε τη σύγχρονη ελληνική τέχνη και λογοτεχνία; Η "παράδοξη" αυτή ερώτηση, που απευθύνθηκε σε δέκα εννιά εικαστικούς καλλιτέχνες από τη συγγραφέα, δεν αποτελεί παρά απόρροια ενός ψευδοδιλήμματος το οποίο τέθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με αφορμή μια δήλωση-κείμενο του Νίκου Ξυδάκη: "Μπορείτε [...] να κάνετε κάτι που να το καταλάβει ο "αμύητος" φίλος σας, η μάνα σας ακόμη; Χωρίς να είναι αναγκασμένοι να διαβάσουν ένα κατεβατό του κιουρέιτορ ή να είναι συνδρομητές του Frieze; Αυτό είναι ποπ...". Ποπ, δηλαδή πέρα από κάθε ερμητική ερμηνεία, πέρα από τον καταιγισμό των διαφημιστικών εικόνων ή τη χειραγώγηση της εικόνας από τα ΜΜΕ. Αυτή η μικρή αποσπασματική πρόταση έθεσε ουσιαστικά ένα βασικό θέμα που αφορούσε το μεταμοντέρνο, την αδιαφορία που ανέδειξε στο πρωτότυπο - στο αυθεντικό, καθώς επίσης και το ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε για μια κριτική αποδόμηση της νεωτερικής τέχνης. Η πλειονότητα των αναγνωστών το ερμήνευσε ως μια απαξίωση στο μεταμοντέρνο και ως ένα είδος προτροπής για επιστροφή στις "ρίζες" - στην αναπαράσταση, στην παραστατικότητα της ζωγραφικής. Δεν έλαβε όμως υπόψη ότι η επανάληψη αυτής της πρότασης είχε, αρχικά, διατυπωθεί με αφορμή μια συζήτηση σε εγκαίνια του ΔΕΣΤΕ, ενός κατεξοχήν χώρου παραγωγής και προώθησης του μεταμοντέρνου, ενώ παράλληλα αναδείκνυε τη σημαντικότητα της ανάγνωσης του έργου. Η μαζικοποίηση και εμπορευματοποίηση της κουλτούρας που αναδείχθηκε από την είσοδο της διαδικασίας της τέχνης σε διάφορους θεσμικούς ή μη χώρους (Μουσεία, Γκαλερί), αρχίζει να συμβαδίζει με τη μαζικοποίηση της κουλτούρας και του κεφαλαίου, αφού πλέον οι λεγόμενες δραστηριότητες του εργασιακού υποκειμένου έχουν μετατοπισθεί απ’ την εργασία στην ευχαρίστηση του ελεύθερου χρόνου, στο χόμπι. Παράλληλα, αναδεικνύεται το ιδίωμα αυτό που, δυνητικά, προσδίδει στο θεατή-αναγνώστη τη δυνατότητα κατανόησης του έργου ή την εμπλοκή του ως συνεργού - θέματα εξόχως επίκαιρα. Εξάλλου, ο Marcel Duchamp έχει ήδη αναφερθεί "στο θεατή που κάνει τον πίνακα", υπογραμμίζοντας το γεγονός της συμμετοχής του ως καταλυτικό για την εξέλιξη του έργου, ώστε η αναγνώριση-κατανόηση να αναδεικνύονται σε μέσο επικοινωνίας των δύο υποκειμένων αλλά και σε είδος μιας εξωστρεφούς κουλτούρας, η οποία δύναται να οργανωθεί διαμέσου των γνωρισμάτων που τη διέπουν: κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά.