Προδιαγραφές προϊόντων
Ημερομηνία Έκδοσης | 6/2024 |
Σελίδες | 54 |
Εξώφυλλο | Μαλακό εξώφυλλο |
Διαστάσεις | 21χ14 |
Σειρά | Ελληνική Λογοτεχνία - Ποίηση |
Η αντωνυμία «σου», αν η διαπιστωτική φράση του τίτλου απευθυνθεί κάποτε στον ίδιο τον εαυτό της/του γράφουσας/-οντος, μπορεί να εκληφθεί και ως «μου». Κάποιες φορές, μία τόση δα ρωγμή σε ένα βλέμμα, είτε στο βλέμμα του άλλου είτε στο δικό μας, στο οποίο αυτό καθρεφτίζεται, έχει τη δύναμη να ανατρέψει τα πάντα, φέρνοντας στην επιφάνεια όσα πιεζόντουσαν στον βυθό του ματιού, ο οποίος δεν είναι άλλος παρά ο καθρέφτης του βυθού του υποσυνειδήτου. Η ρωγμή αφήνει να εισχωρήσει ή, ανάλογα με την περίπτωση, να εξέλθει φως, καταργώντας το άβατο, όπως μία ρωγμή σε ένα κρύσταλλο το σπάζει ξαφνικά, καταργώντας τή συνέχεια. Μία μόνο χαραγματιά, μπορεί μεταξύ άλλων να γίνει απολογισμός ζωής (Ζωή είναι και πορεύεται / κι ας λείπει η αφή), μηχανισμός εκρηκτικής πυροδότησης ενός Έρωτα (Οι παλμοί της καρδιάς εναρμονίζονται / με το τώρα της αιωνιότητας), τέχνης σπέρμα (απαρχή ποιήματος), ανατροπής λαχτάρα (Κάθε Πέμπτη πρωί στο mon frère / αναμένει την ανατροπή της ζωής της), μοναξιάς γκρεμός (Ναυαγούν οι συναντήσεις μας / κι εγώ / πνίγομαι πια στην απουσία σου), ήττας απαρχή (Ηττημένοι βρεθήκαμε κι οι δυο), φαντασίας καλπασμός (Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο να τους ενώνει / σε εύθραυστο σχήμα καρδιάς), λέξεων εξάρτυση (αιχμή δόρατος η κάθε σου λέξη), τραγικής κατάληξης χαράδρα (το λουλούδι της κορυφής του Επιταφίου. / Στον τάφο της κόρης το άφηνε). Σε κάθε περίπτωση όμως, γίνεται ταυτόχρονα και μία χαραγή στη μνήμη, γιατί μέσα από αυτή «… ο χρόνος / επανέρχεται κάποτε άτρωτος / από τις διαψεύσεις / για να εκπληρώσει μ’ ένα φιλί / ό,τι θεωρείται λησμονημένο.» Μόνο μέσα στο βάθος της ρωγμής του βλέμματος της αυτογνωσίας ο άνθρωπος θα ανακαλύψει ότι «Ξενιτεμένοι και πεθαμένοι / μοιράζονται το ίδιο φαγητό.» Η ίδια η ποίηση άλλωστε, τι άλλο είναι παρά ρωγμή στο βλέμμα του Ορατού; [Γιώργος Ρούσκας] -------------------------------------------------------- Αίσθηση Και κρύωσα και δίψασα και τη φουρτουνιασμένη θάλασσα φοβήθηκα μα την κολύμπησα πνιγμένη και τον παγωμένο αέρα ένιωσα στο κορμί μου εκεί στο άδειο παγκάκι της στάσης περιμένοντας το τελευταίο λεωφορείο και τη φωτιά την είδα και την έζησα καθώς φλεγόταν η καρδιά μου από τις απουσίες και τη βροχή την άκουσα να ονειρεύεται ταξίδια μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Μα αντίκρυσα και την αμυγδαλιά το πρωί ν’ ανθίζει μόνο μέσα σ’ ένα βράδυ.