Τη χρονιά του 1977 και τον μήνα Απρίλιο, το νεαρό ζευγάρι που παντρεύτηκε έφερε μια γίλλα: Ένα ψωμί σε οβάλ σχήμα γεμάτο με διακοσμήσεις, φορεμένο από φρέσκα αμύγδαλα και ολοστρόγγυλα καφέ καρύδια...
Του Ξάπλα του αρέσει να περνάει καλά με τους φίλους του και τις λιχουδίτσες στην αυλή της κυρίας Διαμάντως και των εγγονών της, αλλά τα γεγονότα έρχονται να ταράξουν την ηρεμία του...
Πόσο λαχταρά η Ανδρονίκη τη μεγάλη, πανέμορφη κούκλα, στη βιτρίνα του κεντρικού βιβλιοπωλείου! Άραγε θα της την πάρουν οι γονείς της για τα Χριστούγεννα; Ή μήπως να τη ζητήσει από τον Άγιο Βασίλη; Ο Άγιος Βασίλης έρχεται κάθε χρόνο στο δικό της σπίτι, αλλά δεν έχει πάει ποτέ στο σπίτι της αγαπημένης της φίλης, της Ηλιάνας...
«Συνεχίσαμε να βαδίζουμε δίπλα στα τείχη, περάσαμε τον πύργο του Μιθριδάτη, κατηφορίσαμε στον ταρσανά και στα ψαράδικα, προσπεράσαμε τα κέντρα με τη φασαρία και τα τραγούδια...
Τα ποιήματα της Παναγιώτας Ζώη αναπνέουν στους κήπους παλιών σπιτιών με αυλές, με παρτέρια, με μοναδικούς τους ήχους από το κελάρυσμα του νερού, των τζιτζικιών το καλοκαίρι, ενός σπουργιτιού που λοξοδρόμησε στην πόλη...
Μια ιστορία για την απώλεια και την ανάκτηση, την αγάπη και τη μετουσίωσή της, όταν η αναχώρηση των αγαπημένων μάς στερεί μέρες, στιγμές χωρίς ποτέ να μπορεί να μας πάρει τις αναμνήσεις που μοιραστήκαμε μαζί τους...