"Και τότε έγινε μια φουρτούνα μέσα του, μαύρισε το μυαλό μου από το κακό και το μίσος και είπα θα τον σκοτώσω και τον πήρα από πίσω, όλο βαστιότανε απ τα ντουβάρια να μην πέσει και τρία σπίτια πιο πάνω τον προσπέρασα κι έκανα γρήγορα το σοκάκι για να βγω μπροστά του και τον περίμενα με τον μπαλτά στο χέρι κι όταν με ζύγωσε του φανερώθηκα, έεε είπε και σήκωσε το κεφάλι να δει ποιος ήμουνα μα δεν πρόλαβε, η μπαλταδιά τον βρήκε στο στήθος και τον χτύπησα πλαγιαστά σαν να κοβα δέντρο και χώθηκε το σίδερο μισή σπιθαμή μέσα στα κόκκαλά του και βόγκηξε και βρόντηξε πάνω στο ντουβάρι κι όπως τράβηξα τον μπαλτά έπεσε χάμω σαν κούτσουρο κι εγώ άρχισα να πελεκάω κι ο μπαλτάς τσάκιζε μπράτσα και καλάμια ώμους κι ύστερα του κοψα του κεφάλι και το μπηξα στον αντικρινό φράχτη"....
Tι γίνεται όταν το "άγριο" παρελθόν βγαίνει σε μια δύσκολη ώρα στον αφρό και βυθίζει
τα φαρμακωμένα του δόντια στη μνήμη των ανθρώπων; Πώς προσπαθούμε να προχωρήσουμε όταν ζητάμε να ξεχάσουμε τι σκοτώσαμε (κάποτε) στη ζωή μας και τι κυνηγήσαμε με (παράλογο) πάθος και μετά τα αποστραφήκαμε; Ποιά ώρα μεταμορφώνονται τα αισθήματα και πότε αγγίζουμε πραγματικά το χρόνο, όταν ήδη ο χρόνος μας έχει εγκαταλείψει και μας αφήνει να κατοικήσουμε σ ένα ερειπωμένο σώμα; Δεν είναι τα ερωτήματα του βιβλίου....