Ο Νίκος Σκαλκώτας (Χαλκίδα, 8 Μαρτίου 1904 - Αθήνα, 19 Σεπτεμβρίου 1949) αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μορφές στον χώρο της ελληνικής μουσικής δημιουργίας κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1904 και μετά από πέντε χρόνια μετεγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα. Σπούδασε βιολί με τον Τόνυ Σούλτσε στο Ωδείο Αθηνών (1912-1920) και αποφοίτησε σε ηλικία 16 ετών αποσπώντας την ανώτερη τιμητική διάκριση, το "Χρυσό Μετάλλιο Ανδρέα και Ιφιγένειας Συγγρού". Την επόμενη χρονιά, αξιοποιώντας την Αβερώφειο υποτροφία από το Ωδείο Αθηνών, ξεκίνησε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στην Ανώτατη Ακαδημία Μουσικής του Βερολίνου με τον Willy Hess ως καθηγητή βιολιού. Από το 1923, το ενδιαφέρον του στρέφεται στη σύνθεση και σπουδάζει με τους Robert Kahn, Paul Juon, Philipp Jarnach και Kurt Weill (ενορχήστρωση), πριν γίνει δεκτός στην τάξη σύνθεσης του Arnold Schoenberg στην Πρωσική Ακαδημία των Τεχνών στο Βερολίνο (1927-1931), βασικό κέντρο προαγωγής της σύγχρονης μουσικής εκείνη την περίοδο, όπου σπούδασε με ιδιωτική υποτροφία από τον Μανώλη Μπενάκη. Στο μεσοπολεμικό Βερολίνο, ο Σκαλκώτας αναπτύσσει αξιόλογη σταδιοδρομία τόσο ως συνθέτης ή ενορχηστρωτής όσο και ως μουσικός εκτελεστής, κερδίζοντας την εκτίμηση των καθηγητών του, αλλά και του επαγγελματικού του περίγυρου. Με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, οι συνθήκες της ζωής του δεν του αφήνουν πολλά περιθώρια για να επιβιώσει πλέον εκεί. Γύρω στον Μάρτιο του 1933, αναγκάζεται να εγκαταλείψει το Βερολίνο, αφήνοντας πίσω του τα χειρόγραφα 70 περίπου μουσικών έργων, και επιστρέφει στην Αθήνα. Η επανένταξή του στους μουσικούς κύκλους της Αθήνας αρχικά τον δυσκόλεψε, γρήγορα όμως μπόρεσε να σταδιοδρομήσει εκ νέου, πρώτα ως ενορχηστρωτής στο Εθνικό Θέατρο και στη συνέχεια ως βιολονίστας στην Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών (μετέπειτα Κρατική Ορχήστρα Αθηνών) και στην Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, όχι όμως και ως συνθέτης, καθώς το έργο του παρέμεινε, εν πολλοίς, άγνωστο εκείνη την εποχή. Στην Αθήνα δημιούργησε έναν αξιοθαύμαστο κατάλογο έργων, τόσο σε ποιότητα όσο και σε όγκο, συνθέτοντας πυρετωδώς περισσότερα από 100 έργα μέσα στα 16 χρόνια από την επιστροφή του ως τον απροσδόκητο θάνατό του, τον Σεπτέμβριο του 1949, από περίσφιξη κήλης. Η δημιουργία του περιλαμβάνει όλα τα είδη μουσικής, πλην της όπερας. Η ιδιομορφία του ύφους της μουσικής του έγκειται στην πρωτοτυπία της παράλληλης ενασχόλησης με δύο εντελώς διαφορετικά ιδιώματα: της τονικής και της ατονικής μουσικής γλώσσας, σε ανοιχτή συνομιλία με τη νεοκλασική τεχνοτροπία και την εθνική ταυτότητα. Στα τονικά του έργα συγκαταλέγονται οι περίφημοι 36 Ελληνικοί Χοροί για ορχήστρα (1931-1936), τα μπαλέτα Η Λυγερή κι ο Χάρος (1938/1947) και Η θάλασσα (1949), η Κλασσική Συμφωνία (1947) και η Μικρή Συμφωνία (Sinfonietta) σε σι ύφεση μείζονα (1948). Αντιστοίχως, στην ατονική ή δωδεκάφθογγη μουσική παραγωγή του, έργα όπως η Επιστροφή του Οδυσσέα (1942), οι 2 Συμφωνικές Σουίτες, τα Κοντσέρτα του (για βιολί, για πιάνο, για κοντραμπάσο, για δύο βιολιά, για βιολί και πιάνο, για βιολί και βιόλα), τα 32 Κομμάτια για πιάνο, οι 15 Μικρές παραλλαγές για πιάνο, οι 4 Σουίτες για πιάνο, η σειρά έργων μουσικής δωματίου για πνευστά και πιάνο, η σειρά έργων για βιολί και πιάνο και τα κουαρτέτα εγχόρδων αποτελούν ορόσημο όσον αφορά την ισορροπία μορφής και περιεχομένου, συνθετικής τεχνικής και μουσικής ωριμότητας. Η αναγνώριση του έργου του υπήρξε ως επί το πλείστον μεταθανάτια. Μόνο τρία από τα έργα του εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής του, ενώ ελάχιστα έργα από αυτά της αθηναϊκής περιόδου ευτύχησε να τα ακούσει να εκτελούνται δημόσια. Εξαίρεση αποτελούν η μουσική μπαλέτου, ορισμένοι από τους 36 Ελληνικούς Χορούς και λιγοστά έργα μουσικής δωματίου. Αμέσως μετά τον θάνατο του συνθέτη, συστάθηκε μία άτυπη Επιτροπή Σκαλκώτα με πρόεδρο τον μουσικολόγο-μουσικοκριτικό Μίνω Δούνια, η οποία μετεξελίχθηκε το 1961 στην Εταιρεία Φίλων Σκαλκώτα, η οποία διαχειρίστηκε επί σειράν ετών το Αρχείο Σκαλκώτα, μέχρι αυτό να περάσει στο Ίδρυμα Αιμιλίου Χουρμουζίου-Μαρίκας Παπαϊωάννου στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ήδη όμως από το 1953, με τη δημοσίευση της Μικρής Σουίτας για ορχήστρα εγχόρδων από τις εκδόσεις Universal, άρχισε μία συστηματική προσπάθεια έκδοσης, δισκογράφησης και διεθνούς προώθησης του έργου του, κυρίως χάρη στον μουσικολόγο Γιάννη Γ. Παπαϊωάννου (1915-2000). Κατά τη δεκαετία του 1980, το εκδοτικό ενδιαφέρον για τα έργα του Σκαλκώτα πέρασε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και με επίκεντρο τις προσπάθειες του συνθέτη, αρχιμουσικού, παιδαγωγού και εκδότη μουσικής Gunther Schuller (1925-2015) άλλη μία σειρά έργων έγινε προσιτή στο κοινό μέσω των εκδόσεων Margun που αργότερα μεταβιβάστηκαν στην εκδοτική εταιρεία G. Schirmer, Inc. (σήμερα Music Sales Classical). Η παγκόσμια όμως αποδοχή του έργου του Σκαλκώτα ενισχύθηκε καθοριστικά από την απόφαση της σουηδικής δισκογραφικής εταιρίας BIS να δισκογραφήσει τα άπαντα του συνθέτη, πρωτοβουλία που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, έχοντας πλέον ξεπεράσει τους 17 τίτλους δίσκων ακτίνας. Η συμβολή της Μουσικής Βιβλιοθήκης "Λίλιαν Βουδούρη" του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής, όπου πλέον φιλοξενείται το Αρχείο Σκαλκώτα, αναμένεται να δώσει νέα ώθηση στην έρευνα και στη διάδοση του έργου του μεγάλου Έλληνα δημιουργού. Γιάννης Σαμπροβαλάκης Μουσικολόγος, Κέντρο Ελληνικής Μουσικής
«Ξέρεις πολύ καλά […] πως η ψυχή μου βρίσκεται σταματημένη στο μοιραίο αυτό σταυροδρόμι, αναποφάσιστη ν’ ακολουθήση το δρόμο που θα με φέρει στη δόξα ή στον Όλεθρο...