Επιστρέφοντας στο χωριό μια γλυκιά καλοκαιρινή νύχτα, ο Γιώργης διαπράττει άθελά του ένα έγκλημα που θα του ανοίξει τον δρόμο για μια καλύτερη ζωή, τη ζωή που πάντα ονειρευόταν… Για κάθε έγκλημα, όμως, υπάρχει ένα τίμημα, ίσως και μια τιμωρία...
Ο Jesus Sozinho ψαράς στη Λισαβόνα το 1526 παράμερα στέκει και μοναχά μονολογεί όλη τη μέρα το μαχαίρι πολεμάω στον βράχο να καρφώσω μεμιάς κι είναι τόση η απόγνωση που ούτε τα αίματα απ΄΄ τη χούφτα μου με νοιάζουν ούτε οι φωνές της βάρκας μου η σαγήνη των διχτυών μου θέλω μόνο το μαχαίρι στον βράχο να καρφώσω μεμιάς κι είναι τώρα αυτό το πιο σημαντικό στον κόσμο δεν υπάρχει για μένα μήτε θάλασσα μήτε βάρκα μήτε αίμα τίποτε –μόνο το μαχαίρι κι ο βράχος το μαχαίρι κι αλήθεια εκείνο που είδα στ΄΄ όνειρό μου πως έτρεχε τάχα ο βράχος αίμα ίσως ίσως και να ΄΄ναι αλήθεια ίσως και να μην είναι μα είναι δικός μου αυτός ο πόλεμος κι αν δεν το βρω μονάχος μου δεν θα ΄΄συχάσω θα μείνω εδώ να χτυπάω το μαχαίρι στον βράχο το μαχαίρι στον βράχο κι ας είναι αυτό το τελευταίο πράμα που θα έκανα στη ζωή μου κι έκλαψε πικρά στη σκέψη αυτή...