Ο διοργανωτής της πρόσφατης λογοτεχνικής βραδιάς μού έδωσε τριάντα ευρώ, μπήκα λοιπόν στο μετρό και για να ξοδέψω τα χρήματα άρχισα να πηγαίνω πέρα δώθε και ύστερα ένιωσα το στομάχι μου να γουργουρίζει και κατέβηκα κάπου στο ενδιάμεσο και τέσσερις ή πέντε γωνίες αργότερα είδα την εξής πινακίδα: Φαγητό σαν της μαμάς Μπήκα στο μαγαζί και είδα μια γκριζομάλλα με καταγάλανη ποδιά να στέκεται μόνη της πίσω απ’ τον πάγκο και παρήγγειλα μπιζελόσουπα....
Το μουρμουρητό των χρήσιμων ηλιθίων στην τράπεζα, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου? οι αστικές νευρώσεις τους, ο ισόβιος δονζουανισμός τους, η πίστη τους στο τίποτα ως μέσο αυτοβελτιστοποίησης....