Η "Αισθητική" ή "Φιλοσοφία της τέχνης" και πιο συγκεκριμένα "Φιλοσοφία των καλών τεχνών" του Hegel αποτελεί ένα από τα μείζονα έργα της γερμανικής φιλοσοφικής παράδοσης και πιο συγκεκριμένα της γερμανικής αισθητικής παράδοσης, όπως αυτή διαμορφώθηκε κυρίως από την "Κριτική της κριτικής δύναμης" του Kant, αλλά και από τα έργα των Winckelmann, Schelling, Lessing, Schiller, Schlegel, Novalis, Tieck κ.ά. H «Αισθητική» του Hegel αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής στον 20ο αιώνα τόσο από τον Heidegger, όσο και από τους Adorno και Gadamer, κυρίως για την θέση που αποδόθηκε στον Hegel περί "τέλους της τέχνης". Η σημαντικότερη παρακαταθήκη της αισθητικής θεωρίας του Hegel παραμένει πάντως η θέση του ότι σκοπός της τέχνης είναι η παρουσίαση του κάλλους από άποψη όχι μόνο φόρμας αλλά κυρίως περιεχομένου , σε συνδυασμό με τις περίφημες λογικές εποχές του (συμβολική, ελληνική, χριστιανική, συστημική), και ότι η αληθινή τέχνη, ως αισθητή έκφανση της Ιδέας, υπάγεται σε συγκεκριμένες αισθητικές κατηγορίες, που συνάγονται τόσο από την εμπειρία, όσο και από τη θεωρία. Παρά τις δριμείες κριτικές, που κατά καιρούς δέχθηκε, η "Αισθητική" του Hegel παραμένει αναμφίβολα μία από τις μείζονες θεωρίες περί αισθητικής μετά την Ποιητική του Αριστοτέλη. Η "Αισθητική" του Hegel εκδίδεται για πρώτη φορά σε πλήρη, ολοκληρωμένη ελληνική μετάφραση. Το έργο συνοδεύεται από εισαγωγή του μεταφραστή, ευρετήριο επαναλαμβανόμενων όρων και αλφαβητικό ευρετήριο.