«[…] Γιατὶ ἡ Τέχνη μᾶς προσφέρεται ὡς Ὀμορφιά, μὲ σάρκα καὶ μὲ μορφή, μέσα στὰ φθαρτά, γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Μέσα στοὺς μάγους αὐτοὺς εἶναι στὴν πρώτη γραμμὴ ὁ Λεοπάρδης. […] Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, ὁ Λεοπάρδης εἶναι ὁ μεγαλύτερος ποιητὴς τῆς Ἰταλίας ὕστερ’ ἀπὸ τὸ Δάντη. Τὰ πατριωτικά του ποιήματα, Τυρταϊκά, ἄναψαν τὴ φλόγα ποὺ σήμερα ἐδημιούργησε μεγάλο ἔθνος τὴν πατρίδα του. Ἡ πολυμάθειά του, καταπληχτική. Ἡ φιλοσοφική του ποίηση, ποὺ καταγγέλλει τὴν ἀδιαφορία καὶ τὴν ἀστοργία τῆς φύσεως, προτρέπει τὸν ἄνθρωπο νὰ στρέφεται μπροστά της μὲ ὑψωμένο τὸ μέτωπο καὶ νὰ περιφρονῇ καὶ νὰ μεγαλοφρονῇ, εἶναι ποίηση καὶ μὲ ὅλο τον πεσσιμισμό της ἀθλητική, ἡρωική. Ὁ ἐθνικὸς ποιητὴς τῶν Ἰταλῶν, ὁ Ἰωσίας Καρντούτσης, μαθητὴς καὶ θαυμαστὴς τοῦ Λεοπάρδη, τὸν ἀναφέρει μὲ αὐτὰ τὰ λόγια: “Καθὼς εἶναι τὸ χρέος τοῦ ἀγαθοῦ πολίτη, καθώς μᾶς τὸ διδάσκει ὁ μεγάλος μας Λεοπάρδης, ἡ ζωὴ τῆς δράσεως εἶναι ἀξιώτερη καὶ φυσικώτερη ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς μελέτης...” Ἀλλ’ ἄσχετα καὶ μὲ κάθε της περιεχόμενο, ἡ ποίηση αὐτὴ εἶναι χαρά, γιατὶ μᾶς προσφέρεται μέσα στὸ χρυσὸ ποτήρι τῆς τέχνης. [...]» Κωστὴς Παλαμᾶς, « Ἡ χαρὰ τῆς Τέχνης» (ἐφ. «Ἐλεύθερος Ἄνθρωπος», 30 Νοεμβρίου 1930) Οἱ ἀναμνήσεις Ἀστέρια ἀκριβόθωρα τῆς Ἄρκτου, νά, μοῦ φαίνεται ἀπίστευτο, ποὺ ἐπιστρέφοντας ξανά, ὅπως παλιά, νὰ σᾶς κοιτῶ ἐκστατικὰ νὰ τρεμοφέγγετε πάνω ἀπ’ τὴν αὐλὴ τὴν πατρικὴ καὶ νὰ συνομιλῶ μαζί σας ἀπὸ τὰ παραθύρια αὐτοῦ τοῦ σπιτικοῦ, ὅπου ἐκατοίκησα μικρούλης· ἐδῶ, ποὺ τὶς χαρές μου εἶδα νὰ τελειώνουν. Πόσες εἰκόνες κάποτε, καὶ πόσες ψευδαισθήσεις δὲν γέννησαν στὴ σκέψη μου, τόσο ἡ δική σας ἡ θωριὰ ὅσο καὶ ἄλλων ἀστεριῶν πού ᾿ναι δικοί σας σύντροφοι! Ὅταν στὶς νύχτες μου, στὴ χλόη καθόμουν σιωπηλός, συνήθιζα ὧρες πολλὲς νὰ τὶς περνῶ τὸν οὐρανὸ ρεμβάζοντας κι ἀκούγοντας τὸ ἀπόμακρο τραγούδι τῶν βατράχων, ἐκεῖ στὴν ἐξοχή! Μιὰ πυγολαμπίδα περιπλανιότανε μέσα σὲ θάμνους καὶ παρτέρια, ἐνῶ ψιθύριζε τὸ ἀγέρι ἀνάμεσα σ’ εὐωδιαστὲς ἀλέες κι ἀνάμεσα στὰ κυπαρίσσια, στὸ μακρινὸ δασάκι· καὶ κάτω ἀπὸ τὴν πατρικὴ στέγη φωνὲς συνομιλοῦσαν, ποὺ ἠχοῦσαν πότε ἡ μιὰ καὶ πότε ἡ ἄλλη, καθὼς καὶ τῶν ὑπηρετῶν στὶς ἤρεμες δουλειές τους. Καὶ πόσες σκέψεις ἀμέτρητες καὶ πόσα ὄνειρα γλυκὰ μ’ ἐνέπνευσε ἡ θέα ἡ ἀπόμακρη τῆς θάλασσας καὶ τῶν γαλαζοπῶν βουνῶν, ποὺ ἀπὸ ᾿δῶ διακρίνω, καὶ ποὺ σκεφτόμουνα μιὰ μέρα νὰ διασχίσω, ταξιδεύοντας, κόσμους μυστηριώδεις καὶ τάχα νὰ χαρίσω στὴ ζωή μου εὐτυχία μυστική! Τὴ μοίρα μου ἀγνοοῦσα καὶ περισσὲς φορὲς τὴν πονεμένη καὶ φτωχὴ ζωή μου πρόθυμα μὲ θάνατο θ’ ἀντάλλαζα. Le ricordanze Vaghe stelle dell’Orsa, io non credea Tornare ancor per uso a contemplarvi Sul paterno giardino scintillanti, E ragionar con voi dalle finestre Di questo albergo ove abitai fanciullo, E delle gioie mie vidi la fine. Quante immagini un tempo, e quante fole Creommi nel pensier l’aspetto vostro E delle luci a voi compagne! allora Che, tacito, seduto in verde zolla, Delle sere io solea passar gran parte Mirando il cielo, ed ascoltando il canto Della rana rimota alla campagna! E la lucciola errava appo le siepi E in su l’aiuole, susurrando al vento I viali odorati, ed i cipressi Là nella selva; e sotto al patrio tetto Sonavan voci alterne, e le tranquille Opre de’ servi. E che pensieri immensi, Che dolci sogni mi spirò la vista Di quel lontano mar, quei monti azzurri, Che di qua scopro, e che varcare un giorno Io mi pensava, arcani mondi, arcana Felicità fingendo al viver mio! Ignaro del mio fato, e quante volte Questa mia vita dolorosa e nuda Volentier con la morte avrei cangiato.