Κωνσταντίνος Καβουράκης, ούτε με την αίγλη των Παλαιολόγων ούτε με τη λοξή χάρη του κάβουρα, το ταπεινό ενδιάμεσο, το σκυφτό και υποταγμένο, ένας εμποροϋπάλληλος, μια ζωή πάντα στην απέξω. Ύστερα από έναν καβγά με απροσδόκητη τροπή, κάνει στα εξήντα του την ηρωική έξοδο από τη συζυγική εστία στα Σεπόλια και κατρακυλά στο κέντρο της Αθήνας, άνθρωπος του δρόμου από επιλογή, πόσες κατηφόρες αντέχει ο άνθρωπος; Από το καταφύγιό του στην Αιόλου, με τη χαδιάρα γάτα Φελιτσιτά να τρίβεται στα πόδια του, ανακαλύπτει το ξέφρενο γουργουρητό μιας πόλης και των ανθρώπων της. Μοναστηράκι-Θησείο, ζητιάνοι και άστεγοι, τουρίστες και μαγαζάτορες, οι γριούλες της ενορίας, οι σκουπιδοντενεκέδες της επικράτειας, ο αγώνας για το καθημερινό κουλούρι. Η νοσταλγία ροκανίζει τις μέρες του, αυτός και ο εαυτός του, βρόμικος και ανεμοδαρμένος, με τα λάθη, τις αλήθειες και τις πληγές του: τι μένει από τα περασμένα, από σαράντα χρόνια γάμου και τρία παιδιά, όλα καλά και τακτοποιημένα, μόνο αυτός πότε στα ύψη πότε στα τάρταρα, σκοντάφτει και προχωρά, πόσος δρόμος του μένει, άβυσσος το μέσα του ανθρώπου... Εξομολογητικό, γλυκόπικρο, ακαριαία τρυφερό, ένα μυθιστόρημα σαν φευγαλέο χάδι στους ανθρώπους που ραγίζουν αθόρυβα δίπλα μας.