Σε σένα μιλάω. Που αυτή η στιγμή διαβάζεις τούτη τη σελίδα. Δε ξέρω ποια είναι η Αάβησαρ. Μα κολυμπά στο αίμα μου . Στο αίμα σου . Αλήθεια σου λέω Μοιάζει σαν ένα καρφί, που στράβωσε, σαν ένας κόκκος άμμου που δεν έφυγε, σα μια λέξη που δεν ειπώθηκε, σαν ένας κόμπος χαλάζι, που δεν πρόλαβε να φτάσει στη γη, σαν ένα πέταλο μιας μαργαρίτας, που ποτέ δεν κόπηκε, σαν ένα ζευγάρι παπούτσια, που ποτέ δεν ξεσκονίστηκε, σαν ένα παλτό, που δε χρειάστηκε, σαν ένα τραγούδι, που κολλάει, σα μια ζωγραφιά που δεν τελείωσε, σαν ένας αποχαιρετισμός που σιώπησε, σαν ένας λυγμός, που δεν έφερε δάκρυ κανένα, σα μια άσπρη γραμμή από κιμωλία, που δε σβήστηκε, σα παιδικό παιχνίδι, που δεν έσπασε, σα μια γουλιά κρασί, που έμεινε στο ποτήρι, σαν ένα χάδι, που απλώθηκε πάνω σ’ ένα κύμα, σαν ένα παράθυρο μισάνοιχτο, σαν ένα χαμομηλάκι κι ένα κρινάκι της θάλασσας, αμίλητο, σαν ένα γέλιο, που κρύφτηκε, σα μια φωτογραφία, που έπεσε από το άλμπουμ, σαν το βλέμμα ενός τροχονόμου που κουράστηκε, σαν το φανάρι του δρόμου, που τρεμοσβήνει, σαν παραμύθι της γιαγιάς, που δεν τελείωσε ποτέ, σα μια σκηνή από ένα έργο στα προσεχώς, σα τη γεύση απ’ το γλυκό της μάνας που κλέβαμε, σαν την ελιά, που δε μαζεύτηκε και την άφησαν στη τύχη της, σαν ένα κομμάτι ήλιου, που πέρασε αλώβητο το κρύσταλλο του πολυελαίου στο σαλόνι, σαν ένα γράμμα γραμμένο πάνω στη σκόνη, σα μια χειραψία, που έμεινε μετέωρη, σα περπάτημα στο σκοτάδι, σα φθόγγος άγνωστος, που στριμώχτηκε σε μια λέξη, σα χνάρι πάνω στο σώμα ενός φακίρη, σαν το χαμόγελο ενός κούρου, σαν την αγωνία ενός μολυβιού, που δεν έχει μύτη, σαν μια αφίσα, που ανεμίζει περήφανη και μισοξεκολλημένη.