«... Όταν αποφοίτησα από τα μπουρδέλα του Πειραιά και βγήκα για πρώτη φορά με μια κοπέλα, σαν ζευγάρι, ήθελα να την πάω κάπου. Το πρώτο μου ταξίδι στο ῝εξωτερικό῎ από τον Πειραιά ήταν στο Au Revoir. Ήταν σαν να βρέθηκα στο κέντρο του κόσμου· θυμάμαι ότι τότε πίναμε βερμούτ. Η ατμόσφαιρα εκεί μέσα ήταν ό,τι έπρεπε για να περάσει ένας έφηβος στη ζωή του άνδρα με αμοιβαίο έρωτα με μια γυναίκα (παντρεμένη εκείνο τον καιρό)... Ήρθε η χούντα, έφυγα στο εξωτερικό και όταν πια επέστρεψα πήγα να δω πώς είναι εκείνο το μπαράκι. Τα πάντα ήταν ίδια, το μόνο που είχε αλλάξει ήταν ότι εγώ δεν ήμουν πια έφηβος. Μοιάζει μεταφυσικό αλλά δεν είναι... Καθόμασταν λοιπόν στην μπάρα και λέγαμε διάφορες ιστορίες. Ατμόσφαιρα πάντα φιλική. Από τις ιστορίες που λέγανε μάθαινα πράγματα, ήταν η προφορική παράδοση που κουβαλούσε συγκεκριμένη γνώση, είναι πολύ σημαντικό αυτό. Μου ήρθε η ιδέα να γράψω ένα είδος συμποσίου –που το τοποθετώ στο πατάρι και όχι στην μπάρα για λόγους άνεσης, διότι στην μπάρα έρχεται ο καθένας, ενώ όταν έχει παρέα στο πατάρι δεν πηγαίνεις– διάφορες ιστορίες ερωτικές. Μερικές τις έχω ακούσει, άλλες τις έχω επινοήσει, άλλες έχω διαστρεβλώσει. Η βάση είναι ότι πρόκειται για εξομολογήσεις μεταξύ ανδρών. Εδώ γεννήθηκαν οι "Γυναίκες ευσεβείς του πάθους". Επιστέγασμα του βιβλίου είναι ότι δεν θα καταλάβουμε ποτέ τις γυναίκες...». Συνέντευξη του Περικλή Κοροβέση στον Νίκο Σερβετά, Documento, 26/11/2017