Προδιαγραφές προϊόντων
Ημερομηνία Έκδοσης | 7/2021 |
Σελίδες | 64 |
Εξώφυλλο | Μαλακό εξώφυλλο |
Διαστάσεις | 24x15 |
«Ένας αντικομφορμιστής αυλικός ποιητής, αλάνι, μώμος και ηδονιστής, λανσάρει στο Μπεσίκτας του 16ου αιώνα θερμά λουτρά για αισθαντικούς. Βρίσκεται όμως αντιμέτωπος με τη ζηλόφθονη οργή των άλλων χαμαμτζήδων που, με επικεφαλής τον πιο ελεεινό και κακεντρεχή ανάμεσά τους, το ΄΄χουνε βάλει πείσμα να τον γονατίσουν.» Ο Γκαζαλί Ντελή Μπιραντέρ ή Σαλός Αδερφός θεωρείται από τους ιστορικούς ένας αντιήρωας. Περιγράφεται «ως ένας μποέμ με ζωή τσακισμένη, επισημαίνοντας ότι μορφή που να του μοιάζει είναι δύσκολο να βρεθεί όχι μονάχα ανάμεσα στους συγκαιρινούς του συγγραφείς αλλά και σ’ εκείνους των κατοπινών αιώνων. Το ύφος και το ήθος της τέχνης του άλλωστε αντικατοπτρίζουν και τον ψυχισμό του: δεν ένιωθε την ανάγκη να φτιασιδώσει ή να μασκαρέψει καμία απ’ τις διαθέσεις και τα συναισθήματά του. »Στο σουλούπι ήταν μεγαλόσωμος. Στα φερσίματά του απόκοτος και ειλικρινής, φιλάρεσκος κι ανέγνοιαστος, γενναιόδωρος κι ανοιχτόκαρδος. Μέθυσος και καβγατζής, απολάμβανε να συναγελάζεται με το λαουτζίκο. Του άρεσε να κερδίζει εύκολα χρήματα και να τα σκορπά για το κέφι το δικό του και των φίλων του σε κάθε είδους κραιπάλη. Στις συναναστροφές με τους ομοτέχνους του ήταν πνευματώδης κι ευχάριστος, μα όταν τον κοντράριζαν αντιδρούσε κεραυνοβόλα και δεν τους άφηνε πολλά περιθώρια. Ήταν άλλωστε ρήτορας δεινός, γνώστης της Ιστορίας, και είχε πάντοτε πρόχειρο στο μανίκι ένα χωρατό. […] »Το μεγαλύτερο επίτευγμά του, πάντως και βέβαια η δικαίωσή του ως δημιουργού, είναι ότι τα έργα του διαβάζονταν – και συνεχίζουν να διαβάζονται – τόσο από την ολιγάριθμη ελίτ των μυημένων όσο κι από τους καθημερινούς ανθρώπους, χαρίζοντας απόλαυση πραγματική.» Κάθε μέρα τριάντα άσπρα, μήνες τέσσερις κι επιπλέον μια βδομάδα σε μιστούς για οικοδόμους και την άλλη μαστοράντζα ξόδεψα. Δεν το χόρτασα -και για τούτο φταίει εκείνων η προστυχιά- το βλαστάρι μου το δόλιο η Μονιά των Λυγερών γώ τ΄΄ ονόμασα. Όμως τίποτα δεν πάει στράφι κι έτσι ευθύς το κληροδότησα αγαθή τη θύμησή του, σάμπως άσπιλη, να τηνε κρατήσω φρόντισα.