Ο Giorgio de Chirico, ένας από τους προπάτορες του μοντερνισμού, ο "Μεγάλος Βολιώτης" όπως τον αποκαλεί ο Νίκος Εγγονόπουλος, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες μα και πιο αινιγματικές μορφές της τέχνης της εποχής μας. Γεννημένος στο Βόλο, μεγαλωμένος στην Ελλάδα, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία κατόρθωσε να συγκεράσει στο έργο του πλήθος διαφορετικών παραδόσεων και, κυρίως, να προτείνει ένα νέο οπτικό κώδικα προσέγγισης του σύγχρονου κόσμου. Δημιουργός της "μεταφυσικής ζωγραφικής" στα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και μέντορας των σουρεαλιστών, "αποκήρυξε" στις αρχές της δεκαετίας του 1920 το μεταφυσικό του έργο, στράφηκε προς μια μορφή καλλιτεχνικού ακαδημαϊσμού, ενεπλάκη σε σκάνδαλα με πλαστά έργα του, ενέπνευσε τους φιλομουσολινικούς ζωγράφους της ομάδας Novecento και εντέλει, μετατράπηκε σε έναν από τους εμπαθέστατους πολέμιους της μοντέρνας τέχνης. Τα τελευταία χρόνια, με τη δημοσίευση της διδακτορικής διατριβής της Νίκης Λοϊζίδη, που έχει ως αντικείμενο τη σχέση του καλλιτέχνη με τους σουρεαλιστές, με τη μετάφραση των "Αναμνήσεων" του καλλιτέχνη, με το εισαγωγικό βιβλίο του Νίκου Βασιλάκου καθώς και με την πρωτότυπη έρευνα του σιδηροδρομικού Κώστα Ανδρουλιδάκη για τα χρόνια του καλλιτέχνη στην Ελλάδα, η εικόνα του De Chirico φωτίζεται πλέον και βιβλιογραφικά. Η εικόνα αυτή συμπληρώνεται με εκθέσεις έργων του, με τη δημιουργία του "Κέντρου Τέχνης De Chirico" στο Βόλο αλλά και με τη διοργάνωση συναντήσεων που συναρτούν την τέχνη του με ζητήματα των τοπικών κοινωνιών. Ο De Chirico γίνεται πλέον με ουσιαστικότερο τρόπο γνωστός στη χώρα που γεννήθηκε και πέρασε τα πρώτα δεκαοκτώ χρόνια της ζωής του. Ο De Chirico ανήκει σε εκείνους τους καλλιτέχνες που από ένα σημείο και πέρα αποκόπτουν τους δεσμούς τους με την πρότερη δραστηριότητά τους και διατυμπανίζουν, με πολεμικό μάλιστα τρόπο, αυτήν τους τη μεταστροφή. Για τον De Chirico, η αλλαγή πλεύσης τοποθετείται γύρω στα 1918 και έχει ως ουσιαστικό περιεχόμενο τη μετά βδελυγμίας απόρριψη της μοντέρνας τέχνης, αυτής "της μεγάλης συμφοράς που ωρίμαζε στο Παρίσι", όπως ο ίδιος γράφει το 1945. Η στάση αυτή αποτελεί και ένα από τα αίτια εκδήλωσης εκ μέρους του καλλιτέχνη μιας, το λιγότερο, παράδοξης συμπεριφοράς. Το 1948, για παράδειγμα, ο De Chirico μήνυσε τους διοργανωτές της Βiennale της Βενετίας με την κατηγορία της έκθεσης πλαστού πρώιμου πίνακά του, μια κατηγορία που στο δικαστήριο αποδείχθηκε αβάσιμη. Είναι, αντιθέτως, αξιοσημείωτο το γεγονός πως ο ίδιος ο ζωγράφος "πλαστογράφησε" συχνότατα πρώιμα έργα του, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον πίνακα "Ανησυχητικές Μούσες" (1918), του οποίου φιλοτέχνησε δεκαοκτώ τουλάχιστον αντίγραφα μεταξύ των ετών 1945-1962. Μέρος αυτών των αντιγράφων ο De Chirico πούλησε -όπως αναφέρει ο William Rubin στον κατάλογο της τελευταίας μεγάλης περιοδεύουσας αναδρομικής έκθεσης του καλλιτέχνη (1982-1983)- αφού τα επαναχρονολόγησε με πρώιμες ημερομηνίες. Η εκδήλωση μιας τέτοιας συμπεριφοράς δεν πρέπει βεβαίως να θεωρηθεί άσχετη και με το γεγονός πως τα πρώιμα έργα του είχαν υψηλότερη οικονομική αξία. Αν, ωστόσο, αυτή η δραστηριότητα χάρισε στον De Chirico σκανδαλοθηρική δημοσιότητα, τουλάχιστον στην Ιταλία και τη Γαλλία, θα ήταν όχι μόνο άδικο αλλά και λανθασμένο να αποδώσουμε σε αυτούς τους παράγοντες την απήχηση της ζωγραφικής του.