Το τελευταίο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ είναι μια προσωπική, εξομολογητική, αλλά και, ταυτόχρονα, οικουμενική ιστορία που πραγματεύεται το φόβο του θανάτου, την απώλεια, τις τύψεις, τη στωικότητα. Ο συγγραφέας της "Συνωμοσίας κατά της Αμερικής" στρέφει τώρα την προσοχή του από την "οδυνηρή συνάντηση μιας οικογένειας με την ιστορία" ("The New York Times") στην ισόβια αψιμαχία ενός ανθρώπου με τη θνητότητα. Η μοίρα αυτού του καθημερινού ανθρώπου τού Ροθ ιχνηλατείται από την πρώτη, συγκλονιστική φορά που έρχεται αντιμέτωπος με το θάνατο, στην ειδυλλιακή ακρογιαλιά των παιδικών καλοκαιριών του, και, περνώντας μέσα από οικογενειακά προβλήματα και επαγγελματικές επιτυχίες της ακμαίας του ωριμότητας, φτάνει ώς τα γηρατειά του, ώς τη σπαραχτική μαρτυρία της φθοράς των συνομηλίκων του και της δικής του σωματικής κατάπτωσης. Είναι ένας επιτυχημένος διαφημιστής της Νέας Υόρκης, πατέρας δύο αγοριών από τον πρώτο του γάμο που τον περιφρονούν, και μιας κόρης από τον δεύτερο που τον λατρεύει. Είναι πολυαγαπημένος αδελφός ενός καλού ανθρώπου που η σωματική του ευεξία τού προκαλεί πικρό φθόνο, και τέως σύζυγος τριών πολύ διαφορετικών γυναικών που, αφού τα κανε ο ίδιος θάλασσα με τους γάμους του, τον έχουν αφήσει ολομόναχο. Στο τέλος, είναι ο άντρας που έγινε αυτό που ποτέ δεν ήθελε να γίνει. Κεντρικός άξονας αυτού του συγκλονιστικού μυθιστορήματος -είναι το εικοστό έβδομο του Ροθ και το πέμπτο που εκδίδεται στον 21ο αιώνα- είναι το ανθρώπινο σώμα. Θέμα του, η κοινή εμπειρία που μας τρομοκρατεί όλους. Ο τίτλος είναι παρμένος από το αγγλικό αλληγορικό δράμα ανωνύμου (τέλη 15ου αιώνα) "Everyman" ή "The Summoning of Everyman" ("Καθένας" ή "Η κλήτευση του Καθένα"), ο κεντρικός ήρωας του οποίου, Καθένας, καλείται από τον Θάνατο να εκθέσει τα πεπραγμένα του σ αυτόν τον κόσμο.