Μπροστὰ στὸ φαινόμενο τοῦ Κρυπτοχριστιανισμοῦ πρέπει νὰ σταθοῦμε μὲ δέος. Δὲν γνωρίζουμε ἀκριβῶς τὶς συνθῆκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες μία ψυχὴ πῆρε τὴν πιὸ κρίσιμη ἀπόφαση κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωή της. Κυρίως δὲν μποροῦμε νὰ κατηγορήσουμε ἐκείνους ποὺ μπορεῖ νὰ ἔγιναν κρυπτοχριστιανοί, ἀλλὰ συγχρόνως μετατράπηκαν σὲ τραγικὰ καὶ ἀξιολύπητα πρόσωπα, ὅταν μάλιστα ἐμεῖς στὴν καθημερινή μας ζωή, ἔστω καὶ στιγμιαία, γινόμαστε ἐθελουσίως «κρυπτοχριστιανοί», χωρὶς νὰ κινδυνεύει ἡ ζωή μας ἢ ἡ σταδιοδρομία μας ἢ νὰ μᾶς περιμένουν στρατόπεδα συγκεντρώσεως, βασανιστήρια καὶ θάνατος. Ἄλλωστε, ἡ ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μᾶς ἔχει διδάξει ὅτι συγχωρέθηκαν ἐδῶ στὴ γῆ καὶ οἱ δυὸ κατηγορίες τῶν «ἐκπεσόντων», καὶ αὐτοὶ ποὺ «θυσίασαν» στοὺς αὐτοκράτορες καὶ οἱ «λιβελλοφόροι», (ὅσοι ἔκαναν λίβελλο κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ), ἀρκεῖ ποὺ μετανόησαν εἰλικρινά». (Γ. Παπαδημητρίου, Ἀνάλεκτα ἐθνικῆς αὐτογνωσίας)