Όποιος δεν είδε αντάρτικην ομάδα να πορεύεται μέρες νηστική, να περνάει ανάμεσα από μηλιές και κερασιές φορτωμένες καρπό και να μην απλώνει ένας το χέρι του να κόψει ούτε ένα να βάλει στο στόμα του, όποιος δεν είδε αντάρτες να πηγαίνουν να δώσουν μάχη περπατώντας πάνω στα χιόνια με τυλιγμένα τα πόδια τους σε λινάτσες, προχωρώντας ανάμεσα στις οβίδες που πέφταν σκάζοντας και βροντώντας κι ανακατεύοντας τα χώματα, όποιος δεν είδε ελασίτη λαβωμένον ή πλευριτωμένον ν ακούει το ντουφεκίδι και να ξεπετιέται απ΄το στρώμα για να πάει να μπει κι αυτός στη μάχη, ποτέ δε θα μπορέσει να φανταστεί τι ήταν ο λαϊκός στρατός ΕΛΑΣ, κανένας δε θα βρει μέτρο για να μετρήσει την αρετή τους κι όποιος δεν είδε το λαό απόκοντα πίσω απ τον ΕΛΑΣ, άντρες, γυναίκες, γέρους, μικρά παιδιά, όλους ριγμένους στον μεγάλον αυτόν αγώνα, στο χωράφι και στην αποστολή, στην καλλιέργεια και στη σοδειά, να χουν απαρνηθεί τ΄ατομικά τους ολότελα, να χουν ξεχάσει τη λέξη δικό και στη θέση της να χουν βάλει τη λέξη δίκιο, να ναι έτοιμοι όλοι για όλα, για τα πιο δύσκολα, τα πιο μεγάλα, τα πιο θαυμάσια, τα πιο αδύνατα, δεν ξέρει τι θα ειπεί λαός αγωνιζόμενος, δεν ξέρει τι θα ειπεί πλούτος ζωής και θα πεθάνει φτωχός κι αν ακόμα πεθάνει μέσα σε χρυσό παλάτι....