Αχ αμάν αμάν, σεκερίμ αμάν… Αυτό το παθιάρικο, ερωτικό τραγούδι έρχεται στα χείλη μου καθώς η λεπίδα χαρακώνει το λαρύγγι μου. Το μαυριδερό, λιγδιασμένο χέρι του τσέτη που την κρατάει φέρνει τις τουρκικές λέξεις στον νου μου. Παντού γύρω μου νιώθω τον αχό της λυσσασμένης Τουρκιάς κι ακούω βλαστήμιες για τους γκιαούρηδες. Βάι βάι, ζαβαλίμ βάι… Το ερωτικό τραγούδι γίνεται σπαρακτικό μοιρολόι καθώς η τραχιά, σερνική φωνή πίσω μου με προστάζει να κάνω την προσευχή μου. Καταπώς λένε, η ζωή μου όλη διαβαίνει μπρος απ’ τα σφαλισμένα βλέφαρά μου. Το σπίτι μας στη Φώκαια, η σφαγή κι ο καταδιωγμός, το φραγκομονάστηρο και το σκλαβοπάζαρο, το καφέ σαντάν και το μπορντέλο της κιορ Ταρούς, το καφέ αμάν κι ο Νεντίμ πασάς, η σκλαβιά κι η λευτεριά, η Σμύρνη, η Κόνια, η Καππαδοκία, το Αϊβαλί, το Αϊδίνι. Κι ο Γιάννος μου που με κοιτά κατάβαθα, με μάτια βουρκωμένα. Εγώ όμως δε βουρκώνω τώρα, δεν προσεύχομαι, δεν ικετεύω. Στέκω απλώς και καρτεράω, καθώς το μαχαίρι του ματώνει το πετσί μου. Από φοβέρες έχω χορτάσει πια, λίγα τα χρόνια μου, αμά πολλές φορές ανταμώθηκα καρσί καρσί με τον χάρο. Εγώ, η Αννιώ, η Αννέτ, η Αϊνούρ, η Άννα Παπάζογλου.