Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
Ο Μάξιμος δεν φοβάται τίποτα. Και όλοι τον φοβούνται. Μια φορά έβαλε τρικλοποδιά στον Πέτρο. Μια άλλη, στον Κοσμά. Κι όταν η Έλλη του άρπαξε τον κόκκινο μαρκαδόρο, την έσπρωξε με όλη του τη δύναμη. Όπως γράφει η Θεοδώρα Κατσιφή, υπάρχουν κάποιες ιστορίες που σε τραβούν από το μανίκι και σου λένε: «Πες την ιστορία μου». Όλα ξεκίνησαν από μια φράση, τρία χρόνια πριν. «Ο Μάξιμος είναι δυνατός. Όχι όμως τόσο δυνατός, όσο ο μπαμπάς του. Ο μπαμπάς του είναι τόσο δυνατός, που ο Μάξιμος νιώθει σαν μικρός ποντικός μπροστά του». Όμως, πώς προκύπτει μια φράση έτσι, ξαφνικά, μέσα στο μυαλό σου; Θυμάμαι ένα αγόρι, που κάποτε στρίμωξε ένα άλλο στα κάγκελα του σχολείου και καυχιόταν πως ο πατέρας του είναι ο πιο δυνατός απ’ όλους. Δεν ήταν τα λόγια του, ήταν η αγριάδα στο βλέμμα του. Αυτή που ακινητοποιεί και τελικά κινητοποιεί. Τι μπορεί να κρύβεται μέσα στους τοίχους του σπιτιού ενός παιδιού που φέρεται σκληρά στους άλλους; Και μετά είναι όλα αυτά τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, που κάθε μέρα αυξάνονται. Ναι, υπάρχουν παιδιά που μεγαλώνουν μέσα στο φόβο και βιώνουν τη βία, πίσω από κλειστές πόρτες και σιωπηλά βλέμματα. Παιδιά που παίζουν σκληρά, φέρονται σκληρά, αλλά μέσα τους φοβούνται. Που ζουν κάτω από τη σκιά μιας δύναμης που δεν προστατεύει, αλλά πληγώνει και κακοποιεί. Όμως κάθε παιδί έχει δικαίωμα να νιώθει ασφάλεια, να κοιμάται σε ένα σπίτι που δεν φοβάται και να ξυπνάει σε έναν κόσμο που το σέβονται, το προστατεύουν και το αγαπούν. Για αυτά τα παιδιά έγραψα αυτή την ιστορία. Για να τους πω, πως τα βλέπω. Πως δεν φταίνε. Πως έχουν δικαίωμα να ονειρεύονται ένα σπίτι και έναν κόσμο φωτεινό.