Ο Wittgenstein είχε γράψει 1000 σελίδες περίπου, αφιερωμένες στη λογική και τα μαθηματικά, οι περισσότερες από τις οποίες περιλαμβάνονται στις "Φιλοσοφικές παρατηρήσεις" και τη "Φιλοσοφική γραμματική" (τα λεγόμενα "μεταβατικά κείμενα"). Μολονότι τα δύο αυτά κείμενα περιέχουν εκτενείς αναφορές σε θέματα ανωτέρων μαθηματικών, οι ωριμότερες απόψεις, που περιέχονται στο ανά χείρας βιβλίο, κινούνται κυρίως στο στοιχειώδες επίπεδο. Ο λόγος είναι ότι, στο βιβλίο αυτό, ο Wittgenstein εκθέτει, τρόπον τινά, τα πορίσματα των ερευνών που διεξήγαγε στα μεταβατικά κείμενα, και, έχοντας πεισθεί ότι τα προβλήματα που αναφύονται στις φιλοσοφικές συζητήσεις για τα μαθηματικά οφείλονται σε συγχύσεις που συμβαίνουν στο στοιχειώδες επίπεδο, κατέληξε ότι, αν ήθελε να διαλύσει αυτές τις συγχύσεις, έπρεπε να τις εξαλείψει πριν αυτές ανδρωθούν σε περίπλοκες θεωρίες. Βέβαια, και εδώ οι παρατηρήσεις του αφορούν τα ανώτερα μαθηματικά, αλλά η έμφαση δίνεται στη συζήτηση για τις υποκείμενες έννοιες, όπως εκείνες της απόδειξης και της εποπτευσιμότητας, της διδασκαλίας, εκμάθησης και ακολουθίας ενός κανόνα, του υπολογισμού σε αντιδιαστολή με το πείραμα, του status των αξιωμάτων, του σχηματισμού των εννοιών, της αλήθειας και της βεβαιότητας των μαθηματικών προτάσεων, της έκτασης και της έντασης στην αριθμοθεωρία κλπ. Όπως στη φιλοσοφία της γλώσσας, έτσι και εδώ, η συμβολή του Wittgenstein είναι ριζοσπαστική: Παρά τις προσπάθειες ένταξής του στα υπάρχοντα ρεύματα της θεμελιωτικής δραστηριότητας, ο Wittgenstein απορρίπτει συλλήβδην λογικισμό, φορμαλισμό και δομισμό. Κηρύσσει ότι τα μαθηματικά είναι ένα "πολύχρωμο συνονθύλευμα τεχνικών" απορρίπτοντας τις απόπειρες ομογενοποίησής τους κάτω από μια ενιαία αξιωματική θωράκιση, η οποία θα συγκαλύπτει τις σημαντικές λειτουργικές διαφορές τους.