Η Πινακοθήκη «Λυρικών» Ποιημάτων, συμπληρωμένη και αναθεωρημένη έκδοση της ανθολογίας «Λύρα Ελληνική» (Ελληνική ποίηση ανθολογημένη. Από τον Ρήγα έως σήμερα), 1993, είναι το αποτέλεσμα του προσωπικού πάθους και της υποκειμενικής ανάγνωσης δύο λογοτεχνών, και λιγότερο ένα έργο αυστηρά φιλολογικό. Όλα τα ποιήματά της εύλογα μας αρέσουν, εφόσον με την πράξη της ανθολόγησης τα ξεχωρίσαμε. Τα εκλαμβάνουμε ως οδοδείκτες, αλλά και ως αυτόνομα τοπία, στην αλληλοδιαδοχή και στην ανεξαρτησία τους, που σηματοδοτούν τον κυρίως δρόμο και τις παράπλευρες οδούς που ακολούθησε η ποίησή μας από τον Ρήγα έως τις μέρες μας. Τι να πρωτοδιαλέξουμε όμως από τον κάθε ποιητή; Ενώ στίχους εγκατεσπαρμένους μέσα σε ποιήματα μπορεί να συναντήσει κανείς, ποίημα ατόφιο που να περιέχει –όπως στις ολογραφίες– ολόκληρο τον ποιητή, μες στην ιδιοφωνία του, είναι σχετικά σπάνιο και σαφώς πιο δύσκολο να το βρεις. Πόσοι ποιητές, με άλλα λόγια, δώσανε την κατά τον Σικελιανό «Ιερά οδό» τους; Από την αρχή θέσαμε, επίσης, ως γνώμονα να μην υποκύψουμε στην ευκολία των αποσπασμάτων. Δεν προτάξαμε επίμονα το καλύτερο, αλλά το αντιπροσωπευτικότερο ποίημα· παραπέμποντας και στον τίτλο της ανθολογίας: Πινακοθήκη «Λυρικών» Ποιημάτων. Με το «Πινακοθήκη» να παραπέμπει, ως προέκταση του «Λυρικού» μέρους, όχι μόνο στο προσωπικό ποίημα –σε αντίθεση με την επική ή την τραγική-δραματική ποίηση– αλλά και στη μετρημένη του σχετικά έκταση· αναφερόμενο σαφώς και στη σημασία και στο βάρος της αντιπροσωπευτικότητας μέσω της επιλογής, δεδομένου του περιορισμένου της χώρου. Σε αποσπάσματα καταφύγαμε μόνο εκεί όπου αντικειμενικά δεν γινόταν αλλιώς. Η ανθολογία μας, όπως είθισται, δεν σχηματίστηκε στη βάση μιας απογραφικής λογικής με απώτερο στόχο την πλήρη, λεπτομερή και εξαντλητική χαρτογράφηση –πράξη που θα αναιρούσε άλλωστε την φύση της ίδιας της πράξης της επιλογής– του ποιητικού μας τοπίου των τελευταίων 225 χρόνων, ούτε και παρασύρθηκε από αξιολογικές διαβαθμίσεις όπως αυτές θα μπορούσαν να υποτεθούν από την υπερεκπροσώπηση ορισμένων ποιητών, αλλά δομήθηκε ποίημα-ποίημα εκφράζοντας εκ των πραγμάτων τις προτιμήσεις μας ως ανθολόγων, στοχεύοντας, αξιωματικά, σε μια μορφή-εκδοχή «πληρότητας», όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς. Πράξη που φυσικά μας βαραίνει.