Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
Σε ένα τοπίο διαδοχικών εγκλεισμών στον οίκο (lockdown) και με τη μονοφωνία της ιατρικής αυθεντίας να μας καλεί διαρκώς να θυσιαστούμε για να πάρουμε τις ζωές μας πίσω, διενεργήσαμε μια πολυτοπική έρευνα ανθρωπολογικής προσέγγισης. Από την πλευρά της ανθρωπολογίας της υγείας και των κριτικών σπουδών αναπηρίας, διασχίσαμε διεπιστημονικά διαφορετικούς εθνογραφικούς τόπους, συνομιλήσαμε σε μια περίοδο τριών ετών (2020-2023) με διαφορετικά υποκείμενα από το δημόσιο και ιδιωτικό πεδίο της υγείας, της δημόσιας εκπαίδευσης, των δομών αναπηρίας, των δομών απεξάρτησης και των κέντρων υποδοχής προσφύγων, και συλλέξαμε αφηγήσεις από ασθενείς σε κλινικές νοσηλείας Covid-19. Στόχος ήταν να επανεφεύρουμε την εγγύτητα σε ένα ακραίο καθεστώς κοινωνικής αποστασιοποίησης με μια πυκνή περιγραφή και ερμηνεία των πληθυντικών μαρτυριών και ενός πλούσιου αρχειακού υλικού, έτσι ώστε να θέσουμε ερωτήματα και προβληματισμούς, πέρα από την προφάνεια και την ηγεμονία των ειδικών. Σε αυτή τη μεταπανδημική εποχή, όπου το πρόθεμα μετά δεν υποδηλώνει το τέλος αλλά το ότι είμαστε ακόμα υπό την επήρεια αυτής της συνθήκης, αναδύονται ζητήματα σχετικά με το πώς οι κρίσεις (υγειονομική, κλιματική και όποια επόμενη) εργαλειοποιούνται και διαδέχονται ακατάπαυστα η μία την άλλη. Ειδικά όταν στο όνομά τους δύνανται να εγκαθιδρυθούν νέες υποχρεωτικότητες, νέες απαγορεύσεις, νέοι εγκλεισμοί, νέα τηλεζωή και ψηφιακοί μετασχηματισμοί, νέες διακρίσεις και νέες συνθήκες κοινωνικής οδύνης και συλλογικού τραύματος. Κι αν η λεγόμενη πανδημία ήταν μια κατάσταση εξαίρεσης, η οποία μονιμοποίησε νέες καταστάσεις εξοικείωσης με νέα καθεστώτα πειθάρχησης και κοινωνικού ελέγχου, μένει, μέσα από αυτή την έρευνα, να αφήσουμε ανοιχτό το ερώτημα: Πήραμε τις ζωές μας πίσω;